*Unfollow στο έργο τέχνης;
Ίσως να έχεις ακούσει για το unfollow. Πρόκειται για ένα μηνιαίο (κυρίως) πολιτικό περιοδικό. Είναι καθαρά μια δημοσιογραφική προσπάθεια χωρίς εκδότες, χωρίς μεγάλους χορηγούς. Στηρίζεται κυρίως στους αναγνώστες που πληρώνουν για να το αγοράσουν. Κάπως σαν, «χωρίς ποτό, χωρίς πάρτι» όπως ήταν το μότο των εκθέσεων που διοργάνωνε μια εποχή ο υπεύθυνος σύνταξης.
Όπως και να έχει είναι μια αξιόλογη προσπάθεια ανθρώπων που προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους, διαχωριζόμενοι από το χυδαίο νταραβέρι πολιτικών, δημοσιογράφων και επιχειρηματιών που ζούμε όσο τουλάχιστον εγώ θυμάμαι τον εαυτό μου.
Πέραν όμως του αμιγώς πολιτικού, υπάρχει και καλλιτεχνικό ενδιαφέρον. Διαβάζοντας το προηγούμενο τεύχος, στάθηκα ιδιαίτερα σε αυτό το άρθρο του Θεόφιλου Τραμπούλη και της Έφης Γιαννοπούλου. Ερευνά μια «σχέση» που δεν έχει μελετηθεί καθόλου σε βάθος αυτά τα χρόνια. Τη σχέση των «διανοούμενων» με την εκάστοτε πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα ή με πιο απλά λόγια, τι είδους απαντήσεις πρέπει να περιμένουμε όταν ρωτάμε σαν κοινωνία «μα που είναι σήμερα οι πνευματικοί άνθρωποι του τόπου; Γιατί δεν μιλούν;» και ακόμα περισσότερο να ψάξουμε γιατί λένε αυτά που λένε όταν αποφασίσουν να μιλήσουν.
Δεν θα κρύψω ότι μου άρεσε πολύ, το βρήκα ιδιαίτερα διαφωτιστικό και υποψιάζομαι ότι είναι ένα κείμενο με «κόστος» για τους συντάκτες του. Αλλά τι νόημα θα είχε άλλο ένα περιοδικό που θα τα είχε καλά με όλους;
Ο λόγος όμως που σκέφτηκα να γράψω αυτές τις γραμμές δεν είναι για «συμπαράσταση στους γράφοντες». Εξάλλου ο διάλογος συμφωνούντων πάντα μου φαινόταν αφόρητα βαρετός. Ο λόγος είναι, μια φράση που μου τράβηξε την προσοχή και που πιστεύω ότι εν πολύς είναι υπεύθυνη για την απόσταση που υπάρχει μεταξύ μέρους της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας και της κοινωνίας.
Στο τέλος της δεύτερης παραγράφου και στην προσπάθεια των συνταχτών να αποδομήσουν τα κριτήρια με τα οποία «ο ανθός της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας» (κατά Τατσόπουλο) έκανε κριτική στο μυθιστόρημα του Τζον Κούτσι διαβάζουμε:
“Πρόκειται για μια αδυναμία επαναπλαισίωσης, ένα συστατικό αντιδιανοουμενισμό, που αρνείται στο έργο τέχνης τη δυνατότητα να ορίσει εκείνο τους όρους πρόσληψης και αξιολόγησής του. Υπάρχει μόνο στο βαθμό που μπορεί να είναι επιτυχημένο, ευανάγνωστο από το ευρύτερο δυνατό κοινό, καταξιωμένο από συστήματα πολιτικής, οικονομικής, ηθικής κυριαρχίας.”
Θα ήθελα να σταθούμε ιδιαίτερα στο «…που αρνείται στο έργο τέχνης τη δυνατότητα να ορίσει εκείνο τους όρους πρόσληψης και αξιολόγησής του.»
Προφανώς η επεξήγηση που παρατίθεται μετά («υπάρχει μόνο στο βαθμό που μπορεί να είναι επιτυχημένο, ευανάγνωστο από το ευρύτερο δυνατό κοινό, καταξιωμένο από συστήματα πολιτικής, οικονομικής, ηθικής κυριαρχίας») λειαίνει κάπως τις εντυπώσεις, μιας που κανείς σήμερα δεν θα διανοούταν να απορρίψει ένα έργο, μονό και μόνο επειδή λειτουργεί «εκτός μαζικής επιτυχίας» με απλά λόγια επειδή δεν είναι «εμπορικό». Αυτό άλλωστε σαν ιδέα εκτός από «οπισθοδρομική» θα κατέλυε όλη την κουλτούρα από τον μοντερνισμό μέχρι και σήμερα που θέλει το έργο τέχνης πρωτίστως «πρωτοποριακό και καινοτόμο». Βέβαια, το τι καλό φέρει αυτή η κουλτούρα είναι ένα άλλο θέμα συζήτησης. Ας προσπεράσουμε λοιπόν τη δεύτερη επεξηγηματική φράση και ας πάμε στην ευρέως διαδεδομένη στον κόσμο της τέχνης θέση που ενστερνίζονται και οι συντάκτες. Μπορεί ένα έργο τέχνης να ορίζει εκείνο, τους όρους πρόσληψης και αξιολόγησής του;
Πηγαίνοντας στα εικαστικά, όπου έχω μια μικρή γνώση (σε αντίθεση με τη λογοτεχνία που είμαι σκράπας) και αναγνωρίζοντας την αυθεντία των συνταχτών που είμαι σε θέση να ξέρω ότι είναι σαφώς πιο καταρτισμένοι και στα δυο πεδία από εμένα, θα απαντούσα με μια πρώτη ματιά, ναι. Αυτό εξάλλου έκαναν τα μεγάλα έργα του 20ου αιώνα. Το σιντριβάνι του Duchamp και οι περφόρμανς του Beuys ας πούμε, έθεσαν νέους κανόνες πρόσληψης και αξιολόγησης, αναθεώρησαν γενικότερα το τι είναι τέχνη.
Αν ψάξουμε όμως σε βάθος υποθέτω ότι θα δούμε ότι οι μεγάλες πρωτοπορίες διαχρονικά δεν «όρισαν» νέους κανόνες. Αυτό που έκαναν (κι ήταν σπουδαίο) ήταν ότι «ανέδειξαν» κανόνες. Κανόνες που οι κοινωνία είχε ανάγκη ή στη χειρότερη περίπτωση απλά «σύρθηκε» προς τα εκεί. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο τα πρωτοποριακά έργα δεν έχουν εγγραφεί εκτεταμένα στην συλλογική μνήμη (δεν έχουμε παρά να κάνουμε ένα γκάλοπ για το πόσοι ξέρουν τον Duchamp…), έχουν όμως κάνει κάτι σημαντικότερο. Έχουν στρώσει το δρόμο για την επόμενη γενιά τέχνης ή ακόμη καλύτερα έχουν δει «πως» ή «τι» η κοινωνία θα προσλαμβάνει (ή θα την ωθήσουν κάποιοι να προσλαμβάνει) ως τέχνη. Προφανώς τα κουτιά σούπας Cambell είναι επαρκώς διάσημα αλλά αυτό που κάνει τον Warholl μεγάλο είναι ότι μέσω του έργου του είδε και «εικονογράφησε» ότι «στο μέλλον όλοι θα είμαστε διάσημοι για 15 λεπτά». Και όχι μόνο, οι μεγάλες πρωτοπορίες κατάφεραν να αλλάξουν την εικόνα της πραγματικότητας όπως την ζούμε. Την απλή ζωή, τον τρόπο που ντυνόμαστε ή τον τρόπο που λειτουργούμε πηγαίνοντας σε μια διαδήλωση. Αυτό εύκολα μπορεί να το καταλάβει κανείς αν απλά συγκρίνει μια καλλιτεχνική performance με μια ακτιβιστική δράση όπως αυτές που έκανε παλιά η Greenpeace (αλήθεια που χάθηκαν αυτά τα παιδιά;).
Μπορεί να δείχνει λεπτή η διαφορά αλλά δεν είναι. Αν το έργο τέχνης «ορίζει εκείνο τους όρους πρόσληψης και αξιολόγησής» τότε απλά δεν υπάρχουν κανόνες. Κάθε έργο δεν «απολογείται πουθενά» και είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμε a priori και χωρίς αντιρρήσεις την «αυθεντία του». Εξάλλου αν όντως ισχύει αυτό, η όποια κριτική στην λογοτεχνία του «ανθού» είναι άτοπη. Είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμε τους όρους που αυτοί βάζουν.
Κάποιες στιγμές νιώθω ότι σε κάθε κείμενο μου, γράφω τα ίδια…
Το πρόβλημα είναι ότι στην σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία, συνήθως τα δημιουργήματα χωρίζονται χοντρικά σε δύο κατηγορίες. Αυτά που κάθε καλλιτέχνης ή κάθε έργο νιώθει ότι πρέπει να απολογείται μόνο στον εαυτό του και στα άλλα που ο καλλιτέχνης πράττει, όπως πιστεύει ότι το κοινό θέλει από εκείνον να πράξει.
Κατά τη γνώμη μου, το μεγαλείο έρχεται όταν ο καλλιτέχνης βρει τον τρόπο να ξεπεράσει την πεπατημένη, συναισθανόμενος όμως ότι από την στιγμή που εκτίθεται, οφείλει να συνομιλεί. Με όσους περισσότερους τόσο το καλύτερο, λέω εγώ. Πως θα γίνει αυτό, μη με ρωτάς. Αν υπάρχει πάντως ένας λόγος που τα γράφω όλα αυτά είναι, γιατί και κι εγώ, με μεγάλη αγωνία προσπαθώ να μάθω το πως.