This old house – Σκοπός της τέχνης είναι ο σχολιασμός της εποχής μας?
Είναι σύνηθες τα τελευταία χρόνια σε διάφορες αναφορές για την τέχνη να βρίσκει κανείς κριτικές και παραινέσεις για μια νέα καλλιτεχνική δημιουργία, βασισμένη κυρίως στα νέα μέσα η οποία θα έχει την βάση της σε μια πιο πολιτική οπτική και παράλληλα παραινέσεις για κοινωνική δράση στο πεδίο των σύγχρονων προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα. Οτιδήποτε πέρα από αυτό θεωρείται μάλλον παρωχημένο και άχρηστο αφού δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις «σύγχρονες προκλήσεις και αγωνίες». Μια τέχνη που θα σχολιάζει με τον δικό της τρόπο τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά θέματα της εποχής μας.
Tα παραπάνω, προφανώς, θα μπορούσαν να αποτελούν μέρος της τέχνης και προφανώς θα ήταν καλή μαγιά στα χέρια καλλιτεχνών που θα ήθελαν να υπηρετήσουν αυτούς τους σκοπούς. Νομίζω όμως ότι όλα αυτά, αν και δυνητικά μέρη της τέχνης, δεν είναι παρά ένα μόνο κομμάτι από τις επιδιώξεις που θα πρέπει να έχει ένας καλλιτέχνης που αποφασίζει να καταθέσει τις σκέψεις και τα συναισθήματα του. Η τέχνη γενικότερα είναι πέρα και πάνω από αυτά.
Στον αντίποδα, ενώ σπανίως συζητάμε για την αναπαραστατική ζωγραφική και ποιός είναι ο ρόλος της σήμερα, όταν το κάνουμε, μας απασχολεί (σε πρωτογενές τουλάχιστον επίπεδο) αν οι πίνακες είναι πιστοί απέναντι σε μια «ηθική αισθητική», απέναντι στο προς απεικόνιση αντικείμενο. Μια βόλτα από το Λούβρο θα μας έπειθε ότι υπάρχουν χιλιόμετρα αδιάφορου καμβά που είναι πιστότατα απέναντι στην εικόνα της φύσης όχι όμως πιστά στην ίδια την φύση. Σίγουρα υπάρχουν πιστότερες αναπαραστάσεις της φύσης από τους μαύρους πίνακες του Γκόγια ή ακόμα και από την προτελευταία αυτοπροσωπογραφία του Ρέμπραντ, εκεί που ο κουρασμένος δάσκαλος χαμογελά. Πουθενά όμως στα προαναφερθέντα χιλιόμετρα δεν θα βρεις τόση ανθρωπιά και κατανόηση της τραγικότητας της ανθρώπινης φύσης όσο στους πίνακες των δύο ζωγράφων.
Αν τα κριτήρια είναι η πολιτική, η ηθική, και η αναπαράσταση, προφανώς οδηγούμαστε σε συνεχή αναθεώρηση τους και φτάνουμε σήμερα να μας απασχολεί, όπως αναφέρει (αν θυμάμαι καλά κάπου) ο Bourriaud: «…η διατήρηση της δράσης σε σχέση με την μαζική παραγωγή…». Αν τα παραπάνω είναι οι επιδιώξεις των καλλιτεχνών νομίζω ότι μιλάμε για τέχνη χαμηλών προσδοκιών, τέχνη που προσπαθεί να συνδιαλέγει με το προσωρινό και το επίκαιρο χάνοντας την βαθύτερη ουσία της. Η τέχνη του «σχολιασμού» είναι η δουλειά των δημοσιογράφων και των αναλυτών, που το σήμερα είναι η δουλεία τους. Φοβάμαι ότι έστω και άθελα τους, ζητώντας από την καλλιτεχνική δημιουργία να βρει απλά μια άλλη γλώσσα για να κάνει την ίδια δουλειά την ευνουχίζουν και βάζουν τον πήχη πολύ χαμηλά σε σχέση με αυτό που εκείνη έχει να προσφέρει.
Κανένα μεγάλο έργο τέχνης δεν έμεινε στην ιστορία της ανθρωπότητας επειδή, ας πούμε, επινόησε ένα διαφορετικό τρόπο ομιλίας, κριτικής και εναλλακτικής σκέψης και δράσης για τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά θέματα της εποχής του. Όλα τα μεγάλα έργα (πολλές φορές χρησιμοποιώντας τα παραπάνω ως αφορμή) κατάφεραν να επικοινωνήσουν με το πανανθρώπινο. Δίνουν την δυνατότητα στους ανθρώπους του εκάστοτε σήμερα, με αφορμή το έργο, να προβληματιστούν και να νιώσουν για τα πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και κυρίως υπαρξιακά θέματα της κάθε εποχής. Η διαφορά είναι λεπτή, αλλά ιδιαίτερα σημαντική, αναφορικά με τον τρόπο που παράγουμε αλλά και βλέπουμε τέχνη.
Το αστείο είναι ότι αντί να συζητάμε τον ρόλο της τέχνης γενικότερα, συζητάμε τον ρόλο που κάθε μέσο από μόνο του (λες και αυτό είναι ο επινοητής του μηνύματος) μπορεί να προσφέρει σε αυτή! Κοντολογίς περιμένουμε ως θεατές από κάθε καλλιτέχνη να γίνει ο φορέας συγκεκριμένου τύπου μηνύματος ανάλογα με το μέσο που χρησιμοποιεί! Η κουβέντα για τον ρόλο του πινέλου, του P.C. και του βίντεο έχει πια μπαγιατέψει. Δεν πάει πολύ καιρός που κάποιοι τα έβλεπαν ανταγωνιστικά, αντί για αυτό που πραγματικά είναι, τα μέσα για την επιδίωξη του σκοπού της τέχνης και όχι τα ίδια ο σκοπός. Αυτή η κουβέντα ευτυχώς με τον χρόνο νομίζω ότι χάθηκε στην ανοησία της. Η ασθένεια πάντως δεν είναι τωρινή, έχει τις ρίζες της στα βάθη του χρόνου από την στιγμή που η τέχνη άρχισε να κατηγοριοποιείται με κριτήρια αισθητικά, με αρμονίες και κλίμακες.
Για ποιο λόγο όμως κάποιος μπαίνει στην δούλεψη της? Νομίζω ότι με τις έως τώρα αναφορές μου θα έχεις υποψιαστεί πώς αισθάνομαι. Δυσκολεύομαι, τουλάχιστον εδώ, να ορίσω τις ακριβείς επιδιώξεις μου, πόσο μάλλον της τέχνης γενικότερα. Θα ήταν μάταιο και αλαζονικό. Ένα μόνο μπορώ να πω προς το παρόν. Καλό είναι καθένας να έρχεται σε διάλογο με τον εαυτό του και τον κόσμο γύρο του. Πέρα από τεχνικές και ρεύματα, που το μόνο που κάνουν είναι να απεικονίζουν το εφήμερο, καλό θα ήταν αν ψάχναμε να δείξουμε ψήγματα αυτού που δεν φαίνεται και να ψελλίσουμε για αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί. Έτσι έκαναν άνθρωποι πολύ σοφότεροι από εμάς στο παρελθόν, ο Λάο Τσε, ο Ηράκλειτος, ή ο Αγ. Ιωάννης. Προσοχή, δεν μιλάω για θεολογία, αλλά για βαθύτερη ανθρώπινη αγωνία…. Πάντα με σεβασμό και συνείδηση του δυσπρόσιτου του εγχειρήματος.
Δεν λέω κάτι καινούριο, δεν ξέρω αν υπάρχει κάποια καινούργια πανανθρώπινη αλήθεια να ειπωθεί, δεν το βλέπω.
Υ.Γ.
Θυμήθηκα αυτό το τραγούδι των Madrugada από το 1999 ίσως τα λέει απλούστερα και καλύτερα.
In this old house
Where every door is open
We’ll take it real slow
In this old house
In this old house
We know there’s more to this than there
Never leave
This old house