NEON Knights
Ίδρυμα ΝΕΟΝ, ιδιωτική τέχνη, δημόσιος χώρος και εθελοντισμός.
Τέχνη.
Τις προάλλες βρέθηκα στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Πρόκειται για έναν χώρο μαγικό, από αυτούς που δικαιώνουν κλισέ του τύπου «καλά κρυμμένα μυστικά στο κέντρο της Αθήνας». Επισκέφτηκα την έκθεση “A Thousand Doors” που συνδιοργανώνει ο οργανισμός ΝΕΟΝ του συλλέκτη και πρώην πρόεδρου του Σ.Ε.Β Δημήτρη Δασκαλόπουλου και η Whitechapel Gallery του Λονδίνου.
Από τον πρόλογο του καταλόγου της έκθεσης είναι εμφανές ότι σκοπός του ΝΕΟΝ είναι να αγγίξει τη δημόσια σφαίρα, να βγάλει την τέχνη από τα μουσεία και να την εντάξει στον δημόσιο χώρο.
Μια τέτοια επιδίωξη βέβαια έχει αμφίδρομα αποτελέσματα. Όταν μια ιδιωτική συλλογή εκτίθενται σε δημόσιο χώρο, συμβαίνει κάτι σχεδόν «μαγικό». Αρχικά η παραταθείσα τέχνη προβάλλεται και γίνεται «κοινό» των θεατών, σε δεύτερο χρόνο όμως οι θεατές -ακριβώς επειδή η θέαση γίνεται σε «δικό τους χώρο»-, «νομιμοποιούν» αυτά τα εκθέματα σαν έκφραση του κοινά αποδεκτού ορισμού της ίδιας της έννοιας «τέχνη». Έτσι, μια ιδιωτική συλλογή και μια ιδιωτική αισθητική γενικότερα αναβαπτίζεται σε κυρίαρχη ερμηνεία του όρου «τέχνη». Αν λοιπόν αυτή η ιδιωτική άποψη περί τέχνης επιβληθεί στον δημόσιο χώρο, η συλλογή μετατρέπεται σε κυρίαρχο ρεύμα και «μαθαίνει τον κόσμο» τι να αποκαλεί τέχνη.
Αυτό, όπως και να έχει, θα βοηθήσει ώστε η συλλογή να κρατήσει την αξία της και στο μέλλον. Και δεν μιλάμε μόνο για κάποιο «οικονομικό διακύβευμα». Ίσως το οικονομικό να μην είναι το πρώτιστο. Αν κάποιος απλά ήθελε να κάνει μια επένδυση και να την προστατέψει, υπάρχουν άλλοι ασφαλέστεροι χώροι από την τέχνη. Το διακύβευμα είναι η υστεροφημία και η αίσθηση δύναμης που δίνει η δυνατότητα κάποιου, να ορίζει εαυτόν ως «διαμορφωτή των όρων του παιχνιδιού» και «γλύπτη του κοινωνικού – πολιτισμικού κεφαλαίου».
Πόσο μάλλον όταν η παρουσίαση γίνεται σε χώρους όπως η Γενναδείος Βιβλιοθήκη ή ο Εθνικός Κήπος. Το οξύμωρο είναι ότι η συλλογή Δασκαλόπουλου έχει ως βάση τις σύγχρονες μορφές δημιουργίας, προσπαθεί να είναι στην ακμή της καλλιτεχνικής παραγωγής. Αυτή η τέχνη, αν μη τι άλλο, προσπαθεί να καταρρίψει τα στερεότυπα και να προβάλλει το παρόν και το μέλλον. Γιατί όμως επιλέχθηκαν ο πρώην «Βασιλικός Κήπος» και η Βιβλιοθήκη με τα βαριά ξύλινα έπιπλα τους κλασικούς κήπους και τους τοίχος που έσφυζαν από προσωπογραφίες του μυστακοφόρου Γεννάδειου; Γιατί όχι σε σύγχρονα δημόσια κτήρια, σε αστικές δυστοπίες σαν αυτές που συχνά τα έργα σύγχρονης τέχνης στηλιτεύουν ή σε ασχημάτιστες δημόσιες εκτάσεις που θα μπορούσε να πει κανείς ότι θα ήταν η πρώτη και καλύτερη ύλη για το υπό διαμόρφωση μέλλον; Δεν θα ήταν μια καλή ιδέα αυτού του είδους η τέχνη να ανθίσει εκεί από όπου οι δημιουργοί της άντλησαν έμπνευση;
Θα ήταν. Kαι πράγματι τέτοιες εκθέσεις πολύ συχνά λαμβάνουν χώρα σε τέτοια μέρη, αλλά κάποιες φορές το διακύβευμα είναι διαφορετικό. Για να μπορέσει ένα ρεύμα να νομιμοποιηθεί ως κυρίαρχο πρέπει να ενταχθεί μέσα σε ένα ακαδημαϊκό πλαίσιο, σε χώρους που αποπνέουν την αίσθηση ότι αυτή είναι ήδη η κυρίαρχη άποψη. Έχει την ανάγκη να γίνει «θεσμός». Μόνο έτσι θα γίνει πλήρως αποδεκτή η ύπαρξη του.
Είναι όμως αυτή η κυρίαρχη άποψη η όχι;
Η απάντηση είναι σαφώς ναι. Αυτή είναι η κυρίαρχη άποψη για το «τι είναι τέχνη σήμερα». Αυτό όμως που αξίζει να αναρωτηθούμε είναι αν αυτή, «η κυρίαρχη άποψη» είναι και η δική μας άποψη. Αν «αυτή» έχει προέλθει από κάποιου είδους συλλογική συνείδηση ή αν σε κάθε περίπτωση εκφράζει κάποιου είδους συλλογική οπτική, προβληματισμό ή ότι άλλο χαρακτηρίζει την έννοια τέχνη. Δηλαδή, αν τελικά μας αφορά ή αν απλά το δεχόμαστε ως κάτι που απλά «είναι έτσι».
Νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να δει κανείς την έκθεση. Όπως συνήθως συμβαίνει στις ομαδικές εκθέσεις, έχει πολύ αξιόλογα έργα αλλά και πλήρως (κατά τη γνώμη μου) αδιάφορα. Από έργα που εκμεταλλεύονται πολύ καλά τα σύγχρονα μέσα και σε κάνουν να νιώθεις μοναδικά, έως έργα τραγικά αυτοαναφορικά, που σε αφήνουν τόσο παγερά αδιάφορο που σε αποκαρδιώνει.
Εθελοντισμός.
Αυτό όμως που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν το “room service”. Με το που μπήκα στον χώρο, μια στρατιά νέων παιδιών με μπλουζάκια ΝΕΟΝ έσπευσε να με εξυπηρετήσει. Σε κάθε βήμα υπήρχε και κάποιος που με χαρά σου έδειχνε τον δρόμο και ήταν πρόθυμος να σου πει δυο λόγια για το έργο, πριν καν προλάβεις να το κοιτάξεις. Σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα, στον κήπο της Βιβλιοθήκης υπήρχε ένας ξεναγός για κάθε έργο!
Δεν ξέρω τι με έπιασε, αλλά κάποια στιγμή έσπασα όλα τα κοντέρ του «γραφικόμετρου», μίλησα σχεδόν με όλους, και αφού άκουγα τι είχαν να μου πουν άρχισα τις ερωτήσεις. Όχι για τα καλλιτεχνήματα, αλλά για τους ίδιους!
Ξεκίνησα ρωτώντας τους τις απόψεις τους για τα έργα που παρουσιάζουν και η κουβέντα πήγε μέχρι την φιλοσοφία και το βιογραφικό τους.
Διαπίστωσα ότι όλοι είναι άνθρωποι με σπουδές· με πτυχία στην φιλοσοφία, την ιστορία της τέχνης και την αρχαιολογία. Μου έκανε εντύπωση ότι ένα τόσο καλά καταρτισμένο προσωπικό, αναλωνόταν στο να περιμένει τον επόμενο επισκέπτη για να πει λίγες φράσεις για ένα ή δυο έργα. Μου φάνηκε μεγάλη σπατάλη ανθρώπινου δυναμικού.
Από την άλλη γιατί όχι, αφού αυτό το δυναμικό είναι «δωρεάν». Βλέπεις, ο οργανισμός ΝΕΟΝ δεν στοχεύει μόνο στο άνοιγμα της τέχνης στον δημόσιο χώρο, αλλά και στην πιστοποίηση ότι ο σκοπός που υπηρετεί είναι «κοινωφελής» και δικαιούται να αξιώνει την παροχή δωρεάν εργασίας.
Από ότι μου είπαν οι ξεναγοί, τα βιογραφικά που στάλθηκαν στον Οργανισμό πρέπει να ήταν περί τα 150 και επιλέχθηκαν περίπου 60 νέοι και νέες. «Οι καλύτεροι θέλω να πιστεύω», όπως μου ανέφερε χαρακτηριστικά κάποιος. Όλο αυτό με την ελπίδα ότι αυτή η εμπειρία θα πλουτίσει το βιογραφικό τους σε μια ανύπαρκτη ομολογουμένως αγορά εργασίας.
Θα το ξαναθυμίσω, ο οργανισμός ΝΕΟΝ δεν είναι ούτε κάποια εθνική εικαστική διοργάνωση, ούτε κάποιο δημόσιο μουσείο. Δεν είναι δηλαδή μέρος κάποιου «συλλογικού οράματος» που έχει την ανάγκη εθελοντικής εργασίας για να μπορέσει να συντηρηθεί. Είναι το όχημα ενός συγκεκριμένου ανθρώπου, που θεωρεί ότι η δική του ατζέντα για την τέχνη είναι αυταπόδεικτα σημαντική και κοινωνικά αποδεκτή. Τόσο αποδεκτή και σημαντική που δικαιούται να ζητά την αφιλοκερδή συνεισφορά νέων επαγγελματιών του χώρου, προκειμένου να επιμορφωθούν όσο το δυνατών περισσότερα μέλη της κοινωνίας μας.
Προφανώς ο χειρισμός αυτού του θέματος με αυτόν το τρόπο από το ΝΕΟΝ δεν είναι ούτε καινούριος ούτε ελληνικός. Είναι μάλλον κάτι συνηθισμένο. Όπως συνηθισμένο είναι να παίρνουμε σαν δεδομένα κάποια πράγματα επειδή «έτσι είναι τα πράγματα».
Στα δικά μου μάτια είναι τραγικό ένας μεγάλος οργανισμός όπως ο ΝΕΟΝ που επιχορηγεί το μουσείο σύγχρονης τέχνης, αγοράζει έργα και κάνει δράσεις εκατομμυρίων, να κοστολογεί στο μηδέν την εργασία νέων που δουλεύουν στην δική του διοργάνωση. Είναι τραγικό να αναγνωρίζεται κάποιου είδους «χρηματική υπεραξία» σε έργα τέχνης ή εργολαβικές υπηρεσίες αλλά καμία αντίστοιχη αξία στην δουλειά αυτών που «εξηγούν» τα έργα στο κοινό.
Οι ξεναγοί μου, τα παιδιά που μίλησα για αρκετή ώρα, είχαν άψογη γνώση των πραγμάτων. Ήξεραν ακριβώς τι είναι τέχνη σήμερα, ήξεραν ακριβώς πως λειτουργεί το θέμα του «εθελοντισμού» όμως σπανίως έμπαιναν στην διαδικασία να αναρωτηθούν «γιατί είναι έτσι»; Όταν επέμενα στις ερωτήσεις, αναγνώριζαν ότι και στα δύο θέματα -προσδιορισμός της τέχνης και εθελοντισμός- υπάρχει μια ας το πούμε, «δυσλειτουργία».
Εγώ λέω ότι τίποτα δεν είναι «έτσι» αν εμείς δεν το αποφασίσουμε.
No Comments