Η αποκάλυψη του Ιωάννου ΙΙ (ή ας το κάνουμε λοιπόν, ας τα βάλουμε μαζί του)!
Τι χαρά, μου αρέσουν τόσο πολύ οι πνευματικές προκλήσεις! Αν και οι κατάρτιση μου είναι ελλειπής, ένα εγγενές αίσθημα έλλειψης αιδούς με σπρώχνει κάποιες φορές να συμμετέχω, αψηφώντας τον κίνδυνο της περιθωριοποίησης ακόμα και του εξευτελισμού! Διάβαζα λοιπόν τις σκέψεις που έγραψε στο αγγλόφωνο blog του ο Αυγουστίνος Ζενάκος για το Skin Fruit (την έκθεση της συλλογής του Δάκη Ιωάννου) και σε συνέχεια των σχετικών προβληματισμών μου, ενθουσιαστικά με την πρόκληση που ο συντάκτης απευθύνει.
Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι τακτικός περιηγητής ή άριστος γνώστης της συλλογής, όμως τα τελευταία χρόνια την έχω παρακολουθήσει. Η πρώτη φορά ήταν όταν ήμουν φοιτητής στην ΑΣΚΤ και αργότερα, αρκετές φορές, μέσω των δράσεων του ΔΕΣΤΕ. Σκέφτηκα, να μια πρόκληση για τον συλλέκτη, να τα βάλει κάποιος μαζί του! Μου φάνηκε πολύ καλή ιδέα. Βέβαια για να βάζουμε τα πράγματα στην θέση τους η «πρόκληση» έχει να κάνει και με τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ αυτού που προκαλεί και αυτού που προκαλείτε, κοντολογίς όσο πιο μακριά είσαι και όσο μεγαλύτερη διαφορά ιδικού βάρους έχεις από το αντικείμενο προς αναμέτρηση τόσο πιο ασφαλής είναι η θέση σου και τόσο πιο αδιάφορη είναι και η πρόκληση σου.
Θεώρησα σκόπιμο λοιπόν να μεταφράσω μερικά από τα κομμάτια του κειμένου και να τα παραθέσω εδώ. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι έχω κάνει και την καλύτερη δουλεία και προφανώς για μια σαφέστερη άποψη καλό θα ήταν κανείς να ανατρέξει σε ολόκληρο το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο. Με την επιφύλαξη λοιπόν τυχών παρερμηνειών, παραθέτω κομμάτια από τις εντυπώσεις του Α.Ζ., καθώς αυτός περιηγείται στην έκθεση.
“Unavoidably, the first image that came to my head was that I had just magically landed in Jeff Koons’s playroom.”
……………
«Having seen all of them (Σ.Σ. τις προγενέστερες από το Skin Fruit εκθέσεις της συλλογής) I believe I know what is lacking – and it is something that is really exemplified in Skin Fruit:
No one is dealing with the collector. I mean really deal with him. Though I have no inside knowledge whatsoever about this, I think that there are two ways the collector winds up being treated: The first is as the provider of the works…”
……………
“The second way the collector is being treated is as a “player”: yes, there are personal and perhaps intimate relationships in the background, but they are not examined as constitutive of the exhibitions; on the contrary, what determines the form of the show is the collector’s position in the field, his capacity to shape and sustain valuable relationships.”
……………
«I am sure about this: the Dakis Joannou Collection is a seriously unsettling thing, if one looks at it like the unique personal narrative that it is. This is a dark, tormented collection. These works are no trophies. Unlike the playroom image I mentioned above, they are not even toys. One feels it might even be dangerous to touch them, as if they would be scalding hot, or infected in some way. This collector collects to save himself from himself, there is a very specific drama being enacted here. With every work that affirms status or power, this collector says: this is not who I am. Every work is a little cry. The very futility of the Sisyphean exercise is what makes it really disturbing.
But no one seems to want to deal with this. In the bleached, balanced, polished rooms of Skin Fruit, what is missing is the dark soul of the collection, the boldness to look at what this man is doing and to treat it like the subject that it is: after so many shows of the Dakis Joannou Collection, its underlying tormented humanity, its constitutive guilt, its inherent self-negation is still not pondered upon. I am still waiting for the show that will do that.”
……………………………………………………………………………..
«Αναπόφευκτα, η πρώτη εικόνα που μου ήρθε στο μυαλό ήταν ότι με κάποιο μαγικό τρόπο προσγειώθηκα στο playroom του Jeff Koons.»
……………
«Έχοντας δει όλες αυτές (Σ.Σ. τις προγενέστερες από το Skin Fruit εκθέσεις της συλλογής) πιστεύω ότι ξέρω τι λείπει, και αυτό είναι κάτι που πραγματικά επιβεβαιώνεται στο Skin Fruit:
Κανείς δεν ασχολείται με το συλλέκτη. Εννοώ πραγματικά να τα βάλει μαζί του. Αν και δεν έχω καμία γνώση «από μέσα» γιατί συμβαίνει αυτό, πιστεύω ότι υπάρχουν δύο τρόποι που ο συλλέκτης καταλήγει να αντιμετωπίζεται: Ο πρώτος είναι ως πάροχος των έργων….»
……………
«Ο δεύτερος τρόπος είναι ως «παίκτης»: ναι, υπάρχουν προσωπικές και ίσως οικείες σχέσεις στο παρασκήνιο, αλλά δεν εξετάζονται ως συστατικό των εκθέσεων, αντίθετα, αυτό που καθορίζει τη μορφή της έκθεσης είναι η θέση του συλλέκτη στο πεδίο, η ικανότητα του να διαμορφώνει και να διατηρεί πολύτιμες σχέσεις.»
……………
«Για ένα είμαι σίγουρος: Η συλλογή του Δάκη Ιωάννου είναι πραγματικά ανησυχητική αν κάποιος την κοιτάξει όπως είναι, ως μια ιδιαίτερη προσωπική αφήγηση. Είναι μια σκοτεινή, βασανισμένη συλλογή. Αυτά τα έργα δεν είναι τρόπαια. Σε αντίθεση με την εικόνα playroom που ανέφερα παραπάνω, δεν είναι καν παιχνίδια. Κάποιος θα αισθανόταν ότι θα μπορούσε ακόμα και να είναι επικίνδυνο να τα αγγίξει, σαν να είναι καυτά, ή να έχουν μολυνθεί με κάποιο τρόπο. Αυτός ο συλλέκτης συλλέγει για να σωθεί από τον εαυτό του, υπάρχει ένα πολύ συγκεκριμένο δράμα που λαμβάνει χώρα εδώ. Με κάθε έργο που επιβεβαιώνει κύρος ή δύναμη, ο συλλέκτης λέει: αυτό δεν είμαι εγώ. Κάθε έργο είναι μια μικρή κραυγή. Η ίδια η ματαιότητα της Σισύφειας άσκησης είναι αυτό που καθιστά τη συλλογή πραγματικά συνταρακτική.
Μα κανείς δεν φαίνεται να θέλει να αναμετρηθεί με αυτό. Στα λευκασμένα, ισορροπημένα, γυαλισμένα δωμάτια του Skin Fruit, αυτό που λείπει είναι η σκοτεινή ψυχή της συλλογής, η τόλμη, του να κοιτάξουμε το τι κάνει αυτός ο άνθρωπος και να μεταχειριστούμε το θέμα όπως είναι: μετά από τόσες εκθέσεις της συλλογής του Δάκη Ιωάννου, η υποβόσκουσα βασανισμένη ανθρωπότητα, η συστατική της ενοχή, η εγγενείς αυτοαναίρεση δεν έχουν ακόμη μελετηθεί. Είμαι ακόμα σε αναμονή για την έκθεση που θα το κάνει.»
……………………………………………………………………………..
Θα συμφωνήσω, κανείς δεν τα βάζει πραγματικά μαζί του. Αυτά που συνήθως ακούω και διαβάζω είναι απλά εγκωμιαστικές αναφορές στην καιριότατα και την διαφωτιστική δράση του ή αντίθετα μια φασαρία για το ποιος είναι προσκολλημένος με ποιόν και ποιος εξυπηρετεί τι. Πρόσφατα δε, και όπως ανέφερα στο προηγούμενο post μου, διάβασα και ένα νέο τρόπο ενοχοποίησης του, που έχει να κάνει με τον τρόπο που επιδεικνύει τον πλούτο του. Λες και όλες αυτές οι αναφορές έχουν να κάνουν με την εικόνα των πραγμάτων που εκτίθενται.
Ο Α.Ζ. όμως μας προσφέρει μια ανάγνωση, ιδιαιτέρα χρήσιμη για όσους αναγνωρίζουν ότι τουλάχιστον στην μικρή μας χώρα, θα ήταν αφελές να αντιμετωπίσουμε τον εν λόγω συλλέκτη απλά ως πάροχο έργων. Το εικαστικό τοπίο είναι τόσο μικρό και το βεληνεκές του τόσο μεγάλο που είναι αναπόφευκτο να αντιμετωπιστεί και (αν όχι κυρίως) ως παίκτης. Ως παίκτης που διαμορφώνει το τοπίο όχι με τις προσωπικές του σχέσεις, πράγμα που με αφήνει παντελώς αδιάφορο, αλλά με την εικόνα και το όραμα που προσφέρουν οι εκθέσεις του και ο διαγωνισμός για το βραβείο ΔΕΣΤΕ που προσφέρει.
Έτσι πάντως πρέπει να’ ναι, τουλάχιστον κάπως έτσι το εισπράττω εγώ. Μια συλλογή ανάμεσα στο παιχνίδι του Michael Jackson με τον Babbles (αν και κατά την γνώμη μου διόλου καυτό ή μολυσμένο) και την σκοτεινή καρδιά του fuck face. Δεν ξέρω ίσως να είναι κι έτσι. Αν ο συλλέκτης ψάχνει πάντως την λύτρωση μαζεύοντας (και ας είναι έργα τέχνης) νομίζω ότι θα δυσκολευτεί πολύ. Αν και αμφιβάλω κατά πόσο η έκθεση του σκότους της καρδίας και η ονομασία της αδυναμίας, αποτελούν ειλικρινή προσπάθεια για σωτηρία. Ίσως βέβαια να είναι όλο αυτό όντως μια μάταια Σισύφεια άσκηση, ο Σίσυφος όμως δεν διάλεξε την τιμωρία του ασχέτως αν την προκάλεσε. Το έχω ξαναπεί, πιστεύω ακράδαντα ότι είναι απλά μέρος της διαδικασίας «νομιμοποίησης» των αδυναμιών, μέσω της ρητής και δημόσιας κατονομασίας τους.
Όποιος θέλει να σωθεί ασκείται στην ενδοσκόπηση όχι στην έκθεση αποκτημάτων. Ο Γκόγια ή ο Σελίν δεν κατέγραφαν την μαύρη τους ψυχή με την ελπίδα να σωθούν, απλά μας δείχνουν ποιοι είναι και μέσω αυτής τους της αφήγησης έχουμε και εμείς την δυνατότητα να κάνουμε το ίδιο. Ούτε λύπη ούτε μετάνοια. Άλλο η καταγραφή της όποιας εσωτερικής πραγματικότητας και άλλο ή κυνική προσπάθειας νομιμοποίησης της. Ο Φερδινάνδος Μπαρνταμού, ο περιηγητής του «ταξιδίου» δεν έχει τύψεις, δεν δικαιολογείται, δεν ζητά την λύτρωση, δεν απευθύνεται καν στους ομοίους του. Ξέρει ποιος είναι, δεν του αρέσει αλλά έτσι είναι, δεν ζητάει όμως να τον «προστατέψουν από αυτό που είναι» ούτε διαλαλεί την «ενοχή» του.
Αυτά όμως αφορούν την ψυχή του παίκτη. Δεν είναι τόσο σημαντικά, ο καθένας την παλεύει όπως ξέρει και μπορεί. Αυτό που αφορά εμάς είναι το όραμα. Ναι, δεν υπάρχει λόγος να μας τρομάζουν οι λέξεις. Όποιος είναι σε τέτοια θέση (θέλοντας και μη) διαμορφώνει κουλτούρα, όραμα, τρόπο ανάγνωσης, αλλά και λόγω όλων αυτών, τρόπο σκέψης και καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Γιατί είτε μας αρέσει είτε όχι, η ηγεμονία σε ένα πνευματικό χώρο παράγει (και) συγκεκριμένα αποτελέσματα. Αν και δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι οι αποδέκτες είναι και αυτοί νοήμονες και υπεύθυνοι για τις όποιες δράσεις τους.
Λυπάμαι αν το κυρίαρχο όραμα που λαμβάνει η σύγχρονη καλλιτεχνική σκηνή είναι αυτό του παιχνιδιού, της ενοχής και της σκοτεινής ψυχής. Κάποιοι λένε ότι είμαστε σε ένα τόπο με περιορισμένη πρωτογενή παραγωγή, είτε αυτή είναι εμπορική είτε πνευματική είτε καλλιτεχνική. Μπορεί να είναι και έτσι, η αναζήτηση όμως ταυτότητας αν και οφείλει να είναι συνεχής, τα τελευταία χρόνια έγινε επιτακτική. Είναι προφανές ότι είναι ανόητο να ζητάμε ένα μόνο όραμα, ένα δρόμο μια διέξοδο προκειμένου να αναπτύξουμε γλώσσα. Όταν όμως το κυρίαρχο ρεύμα δημιουργείται εμπνεόμενο από τα παραπάνω υλικά, νομίζω ότι το αποτέλεσμα θα είναι περιορισμένων προσδοκιών. Προς θεού, δεν πιστεύω ότι είναι κακά ή απαγορευμένα, τουναντίον είναι επιβεβλημένα μέσα στην πολυφωνία και μάλιστα πιστεύω ότι είναι πολύτιμα εργαλεία. Όμως από μόνα τους είναι τόσο μα τόσο λίγα.
Αλήθεια, θα δούμε πότε διέξοδο από αυτό?
Ποιός δεν ξέρει, ποιός δεν βλέπει, ποιός δεν ζει (σε μεγάλο ή ελάχιστο βαθμό) μέσα σε ένα κόσμο ο οποίος πρωτογενώς απασχολείται με το παιγνιώδες, ενώ παράλληλα ταλανίζεται από την απογοήτευση, την ενοχή, την θλίψη και την ματαιότητα? Αυτό πρέπει να είναι το κυρίαρχο άρμα της νέας δημιουργικότητας? Την πίστη, την ελπίδα, την ψυχή που διψάει για ανάταση και γαλήνη θα μας την δείξει κάποιος?
Υ.Γ.
Το κείμενο του Αυγουστίνου Ζενάκου εδώ.