Ίον Αμυγδάλου
Αυτό που δυσκολεύομαι να ξεπεράσω είναι το γεγονός ότι από εκεί που οι συζητήσεις για τράπεζες και λεφτά θεωρούνταν βαρετές, μάλλον κακόγουστες και ίσως ελαφρώς «χυδαίες», τώρα απλώς είναι μέρος της καταθλιπτικής καθημερινότητας. Όπως και να χει, αυτή είναι ακόμα μια, με την εξαίρεση ότι δεν είναι καταθλιπτική
Είχα αποφασίσει προχθές το πρωί να πάω για «εξωτερικές δουλειές». Έπρεπε να πάω σουπερμάρκετ, να πληρώσω τη δόση για την εφορία, το λογαριασμό της ΔΕΗ (με το χαράτσι), καθώς και την κάρτα που είχε χρεωθεί από τα βιβλία που παραγγείλαμε από το internet.
Ξεκίνησα με τους λογαριασμούς. Πρώτα Εμπορική για την δόση και μετά ταχυδρομείο για τη ΔΕΗ. Κάπου προς το τέλος, όταν ψώνιζα στο σούπερ μάρκετ, το κατάλαβα. Μου έλειπαν πενήντα ευρώ. Ήμουν σίγουρος ότι είχαν χαθεί ανάμεσα στην τράπεζα και το ταχυδρομείο. Όπως ήταν καινούρια τα χαρτονομίσματα, μάλλον κόλλησαν μεταξύ τους και έδωσα ένα παραπάνω σε κάποιον ταμία.
Στεναχωρήθηκα πολύ. Στην κατάστασή μας πενήντα ευρώ είναι πολλά λεφτά. Ένιωσα τόσο ανόητος φορτωμένος με τέσσερα κουτιά πάνες που τα είχα αγοράσει προσπαθώντας να «εκμεταλλευτώ την προσφορά» του σούπερ μάρκετ. Κατάλαβα ότι δεν είχε νόημα να πάω στους ταμίες να ρωτήσω. Το πήρα απόφαση και γύρισα σπίτι.
Αργά το μεσημέρι χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο ταμίας της Εμπορικής, μου είπε ότι είχε περίσσευμα στο ταμείο του πενήντα ευρώ. Είχε καταλάβει ότι ήταν τα δικά μου. Για ένα λεπτό χάθηκα. Δεν πρόλαβα να χαρώ, περισσότερο σοκαρίστηκα και λίγο μετά, απλώς συγκινήθηκα. Πολύ. Μου είπε να περάσω την επομένη να τα πάρω πίσω.
Όλη τη μέρα σκεφτόμουν τι θα του πω όταν τον δω. Ήθελα να του μιλήσω για τα οικονομικά μας, για τα παιδιά, για το πόσο απίστευτο μου φάνηκε που ένας απλός υπάλληλος έδωσε πίσω λεφτά, τα οποία στην πραγματικότητα δεν υπήρχε καμία περίπτωση να μπορέσω να τα διεκδικήσω, για το πόσο δύσκολο θα είναι να περνάν τόσα χρήματα από τα χέρια του και τίποτα να μην είναι δικό του, για το δόγμα που διακηρύσσει ότι «τα λεφτά που κερδίζονται είναι δυο φορές πιο γλυκά από τα χρήματα που δουλεύονται» και τόσα άλλα.
Προσπάθησα να μιλήσω αλλά το ξέκοψε, «Άστο φίλε, δεν έχει νόημα, αν έχεις μεγαλώσει με κάποιο τρόπο, όλα τα άλλα δεν έχουν καμιά σημασία».
Είχε δίκιο, αυτό σκέφτηκα κι εγώ. Του άφησα ως ελάχιστο αντίδωρο μια σοκολάτα Ίον Αμυγδάλου, που του είχα αγοράσει λίγο πριν από το τοπικό σούπερ μάρκετ και εξαφανίστηκα.
Είναι οι στιγμές που σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν υπάρχει θεός. Εγώ πάντως είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν άνθρωποι.
(Και όσο υπάρχουν άνθρωποι, μπορεί να υπάρχει και θεός.)