Αυτά πότε τα συμφωνήσαμε;
Εντάξει, οι περισσότεροι συμφωνούμε ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι ότι καλύτερο μπορούμε να έχουμε. Ψηφίζουμε, εκλέγουμε αυτούς που θεωρούμε καλύτερους για τη δουλειά και τους ελέγχουμε κάθε 4 χρόνια.
Μέχρι πρόσφατα και όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, η κουβέντα πάντα είχε να κάνει με συγκεκριμένα θέματα. Το ποσό των αυξήσεων των μισθών, ή ανεργία, η εγκληματικότητα και η διαφύλαξη των συνόρων της χώρας. Οι «λύσεις» για τα συγκεκριμένα προβλήματα ήταν συγκεκριμένες. Διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες για τους μισθούς, μικρές ή μεγάλες επιχορηγήσεις για τις επιχειρήσεις προκειμένου να καμφθεί η ανεργία, καλύτερη αστυνόμευση μέσω της αναδιοργάνωσης της αστυνομίας ή προσλήψεις αστυνομικών και τέλος, αγορά όπλων και στρατιωτική θητεία «λάστιχο», κάποτε μεγαλύτερη και κάποτε μικρότερη. Δεν έχω αμφιβολία ότι σε όλο το δυτικό κόσμο, πάνω κάτω αυτά συζητούσαν.
Όμως ενώ εμείς προσπαθούσαμε να διαλέξουμε την καλύτερη λύση (από τις παραπάνω πάντα) για «τα προβλήματα της καθημερινότητας» μια άλλη παράλληλη ατζέντα εξελισσόταν. Προσπαθώ να θυμηθώ πραγματικά, πότε ρωτηθήκαμε για διάφορα άλλα «ψιλοπράγματα».
Αλήθεια, πότε συμφωνήσαμε ως κοινωνία ότι η χώρα μας θα γίνει η φυλακή της Ευρώπης για τους μετανάστες; Γιατί αν δεν κάνω λάθος με τη συνθήκη «Δουβλίνο 2» «…ο μετανάστης που μπαίνει στην Ευρώπη είναι υποχρεωμένος να κάνει τα χαρτιά στην πρώτη χώρα που τον υποδέχεται. Αν τον πιάσουν αλλού, τον στέλνουν στην αρχή της διαδρομής, όπως στο επιτραπέζιο «φιδάκι». Δεδομένου ότι έρχονται ποδαράτα ή βαρκάδα, οι περισσότεροι μπαίνουν στην Ελλάδα. Για να μη λέμε λόγια του αέρα: το 90% των ξένων που εισέρχονται παρανόμως στην Ευρώπη μπαίνουν από την Ελλάδα.» Πότε συμφωνήσαμε σε αυτό, ζητώντας μάλιστα χρήματα από την Ε.Ε. για να τα καταφέρουμε?
Πότε συμφωνήσαμε ως κοινωνία ότι το πρώτο κόμμα στις εκλογές πρέπει να πάρει 50 έδρες παραπάνω στο κοινοβούλιο ως «προίκα», για να είναι αυτοδύναμο, όπως θα γίνει σε αυτές τις εκλογές;
Πότε συμφωνήσαμε ως κοινωνία ότι οι βουλευτές έχουν το ακαταδίωκτο, μέσω το νόμου περί ευθύνης υπουργών;
Υποψιαζόμασταν ότι ένα ρουσφέτι στο στρατό ή τα στραβά μάτια στο αυθαίρετο μας, θα είχαν ως αντάλλαγμα έναν βουλευτικό ή υπουργικό θώκο. Υποθέσαμε ότι αυτό συνεπάγεται με μια θέση εξουσίας, βουλευτική μερσεντές και μεγαλεία στο προεδρικό μέγαρο. Δεν μας είπαν όμως ότι το αντάλλαγμα στην πραγματικότητα θα είναι off shore και μίζες εκατομμυρίων ευρώ. Μήπως να ζητούσαμε κάτι παραπάνω;
Αλλά και γενικότερα, σε όλο το δυτικό κόσμο, πάλι κάτι ξέχασαν να πουν. Αποδεχόμενοι τον καπιταλισμό, συμφωνήσαμε ό,τι ο πιο έξυπνος και ο πιο ικανός θα αμείβετε περισσότερο για αυτά που παράγει, άρα θα έχει και μεγαλύτερη πρόσβαση σε καταναλωτικές δαπάνες. Με απλά λόγια θα περνάει τη ζωή του ευκολότερα. Στην Αγγλία ας πούμε πριν το 1980, ένας διευθύνων σύμβουλος μιας εταιρείας, κέρδιζε 10 φορές περισσότερα από έναν εργάτη. Όλα καλά(;) ως εδώ. Όμως το 2007 έφτασε να κερδίζει 100 φορές (0:35:13). Πότε συμφωνήσαμε ως κοινωνία, να ανοίξει τόσο η ψαλίδα;
Επίσης, πότε συμφωνήσαμε ότι αυτό το υπερκέρδος που παράγεται ουσιαστικά από την κοινότητα (μιας που μια εταιρία είναι μέρος της κοινότητας) θα μπορεί ο ιδιοκτήτης να τα «φυλακίζει» σε μια τράπεζα και δεν θα τα επανεπενδύει για όφελος της κοινότητας; Ή ακόμη γελοιωδέστερα. Πότε συμφωνήσαμε ότι μπορεί ο αποθηκευμένος πλούτος κάποιου, να δημιουργεί διεστραμμένες υπεραξίες τύπου Roman Abramovich και Chelsea F.C.; Πότε συμφωνήσαμε δηλαδή ότι ένας μεγιστάνας όταν δεν ξέρει τι να κάνει τα λεφτά του (ή ψάχνει τρόπο για να τα ξεπλύνει) μπορεί να αγοράζει μια ποδοσφαιρική ομάδα και να πληρώνει ας πούμε έναν ποδοσφαιριστή, κάποια εκατομμύρια ευρώ;
Πότε συμφωνήσαμε ότι ένα καινούριο φάρμακο είναι «προϊόν» όπως ακριβώς και ένα καινούριο ρούχο. Μπορεί δηλαδή να το έχει πατέντα μια εταιρεία για δεν ξέρω και εγώ πόσα χρόνια, και το κέρδος από αυτό να πηγαίνει στους μετόχους της εταιρείας, μονοπωλώντας ουσιαστικά την αγορά, μην επιτρέποντας σε αυτό το φάρμακο να είναι προσιτό για όλους;
Πως μας έπεισαν ότι ο πλούτος δεν είναι κοινωνικό αγαθό αλλά ισχύει το «λεφτά μου είναι και ότι θέλω τα κάνω»; Πως μας έπεισαν ότι ο ποδοσφαιριστής δικαίως παίρνει αυτά τα υπέρογκα χρήματα, αφού «τα φέρνει πίσω από τους χορηγούς»; Λες και ο πραγματικός χορηγός δεν είμαι εγώ και εσύ που πληρώνουμε κάθε φορά την υπεραξία, μέσω της ανατίμησης του προϊόντος που αγοράζουμε στο σουπερμάρκετ.
Μέχρι χθες τα κουτσοκαταφέρναμε ως κοινωνία, με τα «προβλήματα της καθημερινότητας». Τώρα όμως που το πρόβλημα είναι η ίδια η καθημερινότητα, ας μην φοβηθούμε να το πούμε, το μαγαζί δεν τη βγάζει με ένα βάψιμο και καινούρια χαλιά από το παζάρι. Κάποιοι λένε ότι θέλει γκρέμισμα. Εγώ πάντως επειδή είμαι συντηρητικό παιδί, καλής οικογένειας, μικροαστός, από αυτούς που οι επαναστάσεις και το αίμα τους φοβίζουν, λέω ότι αν το ίδιο το σύστημα δεν φροντίσει την αυτοσυντήρηση του, με μια γερή δόση δικαιοσύνης και αναδιανομής θα καταρρεύσει. Μερικοί από τους «όποιους υπευθύνους» θα τιμωρηθούν παραδειγματικά, αλλά το τίμημα θα είναι ότι εδώ θα μείνει ο πόνος των πολλών.
Θα μου πεις πάντα έτσι δεν γινόταν, αυτή δεν ήταν πάντα η κατάληξη; Έτσι ήταν. Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν και οι κοινωνίες κινούνται μια από εδώ και μια από εκεί. Πότε χειρότερες και πότε καλύτερες. Η βασική ουτοπία που καταλύθηκε σήμερα, είναι αυτή της συνεχούς ανάπτυξης, που ήθελε τις κοινωνίες να πηγαίνουν «πάντα προς τα μπρός».
Καλώς ή κακώς έχω πάντα αυτή την γελοία ελπίδα, ότι εμείς θα είμαστε αλλιώς. Ότι για να «ισιώσει λίγο το σύστημα» δεν θα χρειαστεί να περάσουμε από καταστροφή όπως παλιά. Τι να πεις, ίσως κάποια πράγματα να μην αλλάζουν ποτέ.
(Ίσως όμως και κάποια να αλλάζουν…)