Μεταχειρισμένα υλικά. (Ιδέες, σκέψεις, μουσικές κ.τ.λ.)
Άκουγα πάλι τις προάλλες ένα παραδοσιακό αρμένικο τραγούδι που τραγουδά ο Serj Tankian με το πατέρα του. Ο Serj δεν είναι κανένας τυχαίος, είναι ο τραγουδιστής των System of a Down, ενός από τα μεγαλύτερα Μέταλ συγκροτήματα του κόσμου. Οι τύποι είναι περίεργη ιστορία, όχι ακριβώς η κλασική αμερικάνικη μπάντα αλλά σίγουρα αμερικάνοι. Όπως και τόσοι άλλοι, ήταν παιδιά όταν οι γονείς τους ξενιτεύτηκαν από την πατρίδα τους για ένα καλύτερο μέλλον. Οι System είναι όλοι αρμένικης καταγωγής, γράφουν από thrash metal έως τραγούδια που οι ανατολίτικες αναφορές τους είναι πρόδηλες. Όμως κοίτα, τώρα που έχουν μια αρκετά μεγάλη καριέρα πίσω τους, ο τραγουδιστής εμφανίζεται να τραγουδάει παραδοσιακά τραγούδια με το μπαμπά του.
Μια πιο απλή και διάσημη περίπτωση είναι ο Έλβις. Άκου πως τραγουδάει το 1956 το Long Tall Sally. Βραχνή φωνή, μαγκιά, πρόκληση, καινούρια πράγματα, Rock and Roll! Για κοίτα όμως πως το λέει το 1970. Όλοι τον ξέρουν πια, δεν χρειάζεται να μεταμφιέζει τη φωνή του, δεν είναι πάρα ένα επαρχιωτόπουλο. Δεν έχει ανάγκη να κρύβει την “hillbilly” προφορά του. Άσε που τα μουσικά του ενδιαφέροντα έχουν αλλάξει. Μπορεί το Rock and Roll να τον έκανε διάσημο, αλλά εκεί, προς το τέλος της ζωής του, ήθελε να τραγουδάει τραγούδια σαν και αυτά που άκουγε όταν ήταν μικρός. Spiritual, Country και Blues. Βλέπεις, όταν μεγαλώνουμε, όλοι πηγαίνουμε πίσω στην πιο αγαπημένη πατρίδα, την παιδική μας ηλικία.
Θυμάμαι, όταν ανακαινίζαμε το σπίτι μας, είχαμε αποφασίσει να γκρεμίσουμε μερικούς τοίχους και να χτίσουμε άλλους, προκειμένου να αλλάξει η διαρρύθμιση. Για να γίνει αυτό χωρίς να ξοδευτούν πολλά χρήματα σε καινούρια υλικά, «έκανα τούβλα» όπως λέμε στην «απλή οικοδομική». Αυτό σημαίνει ότι έπαιρνα όσα παλιά τούβλα είχαν μείνει γερά από το γκρέμισμα, τα καθάριζα και ο χτίστης τα ξαναέβαζε στον καινούριο τοίχο. Βέβαια ο πολύπειρος τεχνίτης με είχε προειδοποιήσει, «Να ξέρεις, αυτό μπορείς να το κάνεις μόνο μια φορά. Αυτά τα τούβλα ακόμα και αν επιζήσουν από επόμενο γκρέμισμα, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τρίτη φορά. Δεν είναι ασφαλές».
Σκεφτόμουν τις προάλλες τι θα κάνουν οι άνθρωποι τις γενιάς μου αλλά και οι νεότεροι όταν θα μεγαλώσουν. Που θα γυρίσουν? Ο Έλβις είχε να πάει κάπου. Τα Gospel και η Country μουσική προφανώς δεν είναι προϊόν παρθενογένεσης, αλλά είναι μουσικά είδη που μορφοποιήθηκαν μέσα από μια εξελικτική διαδικασία. Οι παλιές γενιές έβαζαν και από ένα λιθαράκι διαμορφώνοντας το οικοδόμημα. Αυτό βέβαια δεν έχει να κάνει μόνο με τη μουσική, έχει να κάνει με τα πάντα στον πολιτισμό.
Όλα αυτά όμως μέχρι το τέλος του μοντερνισμού. Από εκεί και έως σήμερα, την εποχή δηλαδή του μεταμοντερνισμού, τι μας παραδίνεται? (Παρεμπιπτόντως αυτό που ορίζεται ως μεταμοντερνισμός, έχει φτάσει ή όπου να’ ναι φτάνει, στο τέλος του. Θα με θυμηθείς…)
Φοβάμαι πως το χάος της πληροφορία και η φούσκα της δυτικής πολυπολιτισμικότητας δεν θα μας αφήσουν καμία παράδοση να γυρίσουμε. Γιατί είμαστε παιδιά της pop. Γιατί είναι οκ να πηγαίνεις και στα μπουζούκια, και στην όπερα. Είναι λογικό να είσαι χριστιανός αλλά να κάνεις και ασκήσεις ζεν. Να τρως και γεμιστά και κινέζικο και ιταλικό. Γιατί μεταμοντέρνος άνθρωπος είναι αυτός που «τσιμπάει» από κάθε πολιτισμό, από κάθε σχολή σκέψης από κάθε παγκόσμια παράδοση και τα προσαρμόζει όλα στο δικό του εσωστρεφές δυτικοποιημένο ιδίωμα. Κάνει το καινούριο, το διαφορετικό. Τα έχει όλα ενώ έχει καταλάβει τα μισά και έχει εφαρμόσει ελάχιστα. Παίρνει τα παλιά υλικά και φτιάχνει ένα καινούριο τοίχο εντελώς προσωπικό, στρεβλό, χωμένο στα trends και σε ελάχιστη επαφή με τις ανάγκες του. «Δεν παίρνει λογαριασμό, δεν δίνει λογαριασμό», ακριβώς έτσι όπως το έλεγε η παλιά διαφήμιση.
Εμείς έτσι μεγαλώσαμε, έτσι μας έμαθαν, έτσι μαθαίνει και η γενιά του τώρα. Άνθρωποι χωρίς βάση, με τα πόδια να πατούν σε χίλιες βάρκες.
Όταν όμως μεγαλώσουμε και το άγχος του καινούριου, του «δικού μας προσωπικού ιδιώματος» πάψει να μας διατρέχει, όταν θα θελήσουμε να γυρίσουμε στη βάση μας τι θα βρούμε εκεί? Τίποτε άλλο από ένα μάτσο μεταχειρισμένα υλικά, κομμάτια από το παρελθόν που άλλοι έχουν παρατήσει. Ελάχιστα πράγματα που να μας έχουν παραδοθεί. Και τότε φοβάμαι ότι θα καταλάβουμε καλά τι εννοούσε ο μάστορας που έχτιζε τον τοίχο στο σπίτι μου.