Μήπως γενικά η ιδέα ενός Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης είναι επιβλαβής;
Την προηγούμενη βδομάδα διάβασα με ενδιαφέρον το άρθρο του Όμηρου Δ. Τσάπαλου με τίτλο «Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης: Γιατί να κτιστεί αφού ήδη υπάρχει;» και παρακολούθησα με ενδιαφέρον μικρές συζητήσεις που ακολούθησαν στο Facebook. Εν πολύς ο συντάκτης αναρωτιέται γιατί η πολιτεία να μπει στην «περιπέτεια» της ανακατασκευής του παλιού εργοστασίου του Φιξ, ενώ υπάρχει ήδη ο χώρος του μουσείου Μπενάκη που θα μπορούσε να καλύψει την όποια ανάγκη για μουσείο σύγχρονης τέχνης. Οι συζητήσεις που παρακολούθησα είχαν να κάνουν πέραν της ουσίας του άρθρου, με την ιστορικότητα του κτιρίου του Φιξ ή ακόμα και με την αναγκαιότητα η μη ενός τέτοιου μουσείου σήμερα. Τώρα μάλιστα που η κρίση έχει οδηγήσει στην κατάρρευση του μοντέλου της ανάπτυξης, όπως αυτή τουλάχιστον την καταλαβαίναμε στο παρελθόν (ή μάλλον, υποθέτω ότι εκεί έχει οδηγήσει).
Από ότι καταλαβαίνω λοιπόν, ίσως να μην είναι αναγκαίο σήμερα ένα τέτοιο μουσείο. Ήταν αναγκαίο όμως στο παρελθόν; Τι εξυπηρετούσε; Μπορεί ας πούμε κάποια στιγμή στο μέλλον, κάτι ανάλογο να μας ξαναχρειαστεί;
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή και ας δούμε «τι δουλειά κάνει» ένα μουσείο. Να τι λέει η Wikipedia στην ελληνική της έκδοση για τη λέξη Μουσείο:
{Με τον όρο Μουσείο εννοείται σύμφωνα με τον επίσημο ορισμό της ICOM (International Council of Museums) «ένα μόνιμο ίδρυμα, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, στην υπηρεσία της κοινωνίας και της ανάπτυξής της, ανοικτό στο κοινό, που έχει ως έργο του τη συλλογή, τη μελέτη, τη διατήρηση, τη γνωστοποίηση και την έκθεση τεκμηρίων του ανθρώπινου πολιτισμού και περιβάλλοντος, με στόχο τη μελέτη, την εκπαίδευση και την ψυχαγωγία».
Βάσει του σύγχρονου ορισμού τους τα μουσεία ικανοποιούν μια ιδιαίτερη ανθρώπινη ανάγκη, τη δημιουργία ενός μόνιμου αρχείου για το πώς έζησαν οι άνθρωποι και τι πέτυχαν σε έναν αλληλεξαρτώμενο κόσμο. Η παγκοσμιοποίηση έχει διαφοροποιήσει σαφώς τον ρυθμό της αλλαγής του κόσμου μας και σε ένα βαθμό έχει συνδέσει πλέον το τοπικό, εθνικό στοιχείο με το παγκόσμιο. Μέσα σε αυτό το εννοιολογικό πλαίσιο τα μουσεία είναι χώροι στους οποίους οι άνθρωποι μπορούν να εξερευνήσουν τις προσωπικές τους πεποιθήσεις εν τω μέσω καθολικών αληθειών. Εν ολίγοις, μπορούν να επιδείξουν στο πλατύ κοινό πώς διαμόρφωσαν τα γεγονότα και οι πεποιθήσεις των ανθρώπων του παρελθόντος την εμπειρία του παρόντος.}
Και με τα εκθέματα τι γίνεται; Τι βάζουμε μέσα στα μουσεία; Ας ξαναδούμε πάλι κάποιες φράσεις κλειδιά στον παραπάνω ορισμό της έννοιας του μουσείου, που ίσως μας βοηθήσουν:
«…τα μουσεία ικανοποιούν μια ιδιαίτερη ανθρώπινη ανάγκη, τη δημιουργία ενός μόνιμου αρχείου για το πώς έζησαν οι άνθρωποι και τι πέτυχαν…»
«Εν ολίγοις, μπορούν να επιδείξουν στο πλατύ κοινό πώς διαμόρφωσαν τα γεγονότα και οι πεποιθήσεις των ανθρώπων του παρελθόντος την εμπειρία του παρόντος.»
Ας μην γελιόμαστε, τα σπουδαιότερα πράγματα από αυτά που βλέπουμε σήμερα στα μουσεία δεν φτιάχτηκαν με σκοπό να εκτίθενται εκεί. Ακόμα και τα έργα τέχνης φτιάχνονταν (και συνεχίζουν να φτιάχνονται υποθέτω) για να ικανοποιήσουν άλλες ανάγκες. Ούτε οι βυζαντινές εικόνες, ούτε οι Καρυάτιδες, ούτε οι πίνακες του Βαν Γκογκ φτιάχτηκαν για να μπουν σε μουσείο. Ο λόγος που βρίσκονται εκεί είναι γιατί το ιστορικό πλαίσιο που φτιάχτηκαν έχει παρέλθει. «Η γλώσσα» με την οποία το έργο έχει κατασκευαστεί «έχει ξεπεραστεί» και ο κώδικας που τα έργα θέλουν να επικοινωνήσουν κινδυνεύει να ξεχαστεί. Με λίγο περισσότερα λόγια, όταν ένας αγγειοπλάστης στην αρχαιότητα έφτιαχνε και ζωγράφιζε ένα αγγείο, δεν το έκανε προκειμένου να «παράγει τέχνη», το έφτιαχνε όμως με τέχνη και σκοπό να μπαίνει μέσα λάδι ή σιτάρι. Αντίστοιχα μια εικόνα φτιάχτηκε για να λατρεύεται στην εκκλησία και ένας πίνακας φτιάχτηκε για να διακοσμεί, να ψυχαγωγεί ή και να διδάσκει, συγκεκριμένους ανθρώπους, μιας συγκεκριμένης εποχής.
Έτσι και αλλιώς λοιπόν η λειτουργία ενός μουσείου ειδικά για τα έργα τέχνης είναι «ελαφρώς προβληματική», αφού αποκόπτει τα έργα από το ζωτικό τους πλαίσιο και τα εντάσσει σε κάτι άλλο, με αποτέλεσμα να χάνουμε ένα μέρος της «ουσίας» που φέρουν.
Γιατί λοιπόν υπάρχουν τότε τα μουσεία; Υπάρχουν, προκειμένου να διατηρούν και να διδάσκουν την εμπειρία του παρελθόντος. Δεν εκθέτουν έργα για να τα μιμηθούμε, αφού οι ανάγκες μας πια είναι διαφορετικές. Εκθέτουν για να μπορούμε να μάθουμε το «μέτρο της τελειότητας» και να προσπαθούμε να αναμετρηθούμε με αυτό.
Οι λόγοι τώρα που κάποιος διάλεξε να βάλει ένα έργο του Ρέμπραντ στο μουσείο και όχι το έργο κάποιου άλλου ζωγράφου εκείνης της εποχής, είναι αρκετά πολύπλοκοι και άπτονται πολλών παραμέτρων. Ο κυριότερος όμως είναι ότι οι κοινωνίες, μετά από αρκετά χρόνια και ζυμώσεις, το διάλεξαν μεταξύ άλλων, ως άριστο δείγμα της ανθρώπινης ευφυΐας και τεχνικής της εποχής. Ειδικά βέβαια για τον Ρέμπραντ (και ελάχιστες ακόμα περιπτώσεις) και για ένα ακόμα πιο σημαντικό λόγο. Γιατί οι ζωγραφιές του, πέρα από αντιπροσωπευτικές της εποχής του, είναι διαχρονικές. Καταφέρνουν δηλαδή να εκφράζουν και να αντανακλούν συνεχώς, κομμάτια της ανθρώπινης φύσης.
Είναι απλό, η τέχνη φτιάχνεται και «λειτουργεί» καλύτερα μέσα στη ζωή, στο πλαίσιο και στις κοινωνικές συνθήκες για τις οποίες είναι φτιαγμένη. Τα έργα «ανθίζουν» στο ζωτικό χώρο του ανθρώπου, στο σπίτι, στο δρόμο η «στη χειρότερη περίπτωση» σε μια γκαλερί, όπου και εκεί όμως, δεν εκτίθενται για να μείνουν. Η γκαλερί λειτουργεί ως ένας μεταβατικός χώρος προκειμένου το κοινό να μπορεί να τα γνωρίσει και να «σχετιστεί» μαζί τους.
Τι «δουλεία κάνει» λοιπόν ένα μουσείο «σύγχρονης τέχνης» και δη «εθνικό»; Θεωρητικά ένα τέτοιο μουσείο είναι αφιερωμένο στην ανάδειξη και προβολή της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας, όπως αυτά επιλέγονται από ένα κρατικό φορέα ο οποίος αντιπροσωπεύει το «έθνος (;)».
Και εδώ έχουμε την πρώτη μεγάλη παρανόηση. Αν μιλήσουμε για τα εικαστικά έργα που φτιάχνονται ειδικά μετά από παραγγελία των εν λόγω μουσείων, τι ακριβώς «φέρουν» αν φτιάχνονται χωρίς να είναι απαιτητό «να λειτουργούν στην πραγματική ζωή»; Αν πρωταρχικός σκοπός αυτών των έργων είναι η έκθεση και η παραμονή σε ένα μουσείο, ένα οίκημα που όπως είδαμε και παραπάνω είναι μια «κατασκευή ανάγκης» και διατήρησης ετεροτήτων;
Αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Τα μουσεία σύγχρονης τέχνης (αν δεν κάνω λάθος) είναι μια επινόηση του 20ου αιώνα. Τι είδος μουσεία είναι αυτά που συλλέγουν καλλιτεχνήματα που δεν έχουν περάσει το τεστ του χρόνου; Καλλιτεχνήματα που δεν προήρθαν από τη «νομιμοποίηση» της κοινωνικής συνείδησης αλλά επιλέχτηκαν από τους εκάστοτε «ειδικούς» πριν από μας για μας, ώστε να έχουν θέση σε ένα κτήριο που φέρει την ονομασία «μουσείο» και θεωρητικά τουλάχιστον φιλοξενεί μέσα του, το ανθρώπινο μέτρο της τελειότητας;
Και αν συμφωνήσουμε ότι διάφοροι ιδιώτες και οργανισμοί μπορούν (και πρέπει να μπορούν, γιατί όχι) να εκθέτουν το «γούστο» τους φτιάχνοντας δικά τους ιδρύματα, γιατί ένα τέτοιο μουσείο πρέπει να είναι «εθνικό»; Αν το «εθνικό» σημαίνει το συλλογικό μας εγώ, ποιος είναι αυτός που μας δείχνει τι είναι τέχνη πριν εμείς καν προλάβουμε να το εμπεδώσουμε στην συλλογική μας συνείδηση; Με ποιο δικαίωμα κάποιος αναλαμβάνει να κάνει «πολιτική», να επιλέξει δηλαδή τι είναι τέχνη σήμερα και τι όχι, φορώντας το δικό μας συλλογικό μανδύα; Πόσο μάλλον που το εθνικό είναι κάτι διαφορετικό από το κρατικό, μιας που δεν περιλαμβάνει μόνο εμάς που ζούμε σε αυτό το κράτος αλλά φιλοδοξεί να αντιπροσωπεύσει όλους τους ομοεθνείς μας ανά την υφήλιο!
Στα δικά μου μάτια αυτό είναι μια προφανής έλλειψη μέτρου.
Συνήθως βέβαια, διάφοροι κρατικοί οργανισμοί ανά τον κόσμο επιλέγουν όποιους αυτοί θεωρούν άριστους σήμερα (με ότι ενστάσεις θεμιτές ή αθέμιτες προκύπτουν από αυτή τη διαδικασία) προκειμένου να τους βοηθήσουν να επικοινωνήσουν το έργο τους. Έτσι, το κράτος επιχορηγεί θεατρικές παραστάσεις, συμμετοχές σε μπιενάλε ή την κατασκευή μεγάλων εικαστικών έργων (κατασκευές ή περιβάλλοντα) που από τη φύση τους δεν μπορούν να ενταχθούν μόνιμα στο χώρο που ζει ο άνθρωπος. Η όλη αυτή διαδικασία έχει σκοπό να μπορούν οι όποιοι εκλεκτοί, να μπουν με καλύτερους όρους στο τεστ της κοινωνίας. Είναι όμως τελείως διαφορετικό το κράτος να επιδοτεί τη δημιουργία από το να δημιουργούνται δημόσια ιδρύματα που «δημιουργούν και φιλοξενούν άριστους και άριστα έργα του σήμερα».
Νομίζω κάπου το έχω ξαναγράψει αλλά πιστεύω ότι αξίζει να διατυπωθεί ξανά. Αυτό που συμβαίνει περίπου από τον 20ο αιώνα και μετά είναι πρωτοφανές στην ανθρώπινη ιστορία. Μέχρι τότε, το καλλιτεχνικό έργο ήταν η έκφραση του «συλλογικού εγώ» της κοινωνίας. Ακόμα και οι πρωτοπορίες του μοντερνισμού, οι διάφοροι «ισμοί» (ιμπρεσιονισμός, εξπρεσιονισμός κ.τ.λ.) πέρασαν σταδιακά από την «απαξίωση των ειδικών» στην ταυτόχρονη κοινωνική και «θεσμική» δικαίωση. Όμως από τότε και μετά, για πρώτη φορά, η πρωτοπορία «συλλέγεται» εν τη γενέσει της, από μεγάλους ιδιώτες συλλέκτες και ιδρύματα, και με τη σύμπραξη των εκάστοτε κρατικών δομών, αναβαπτίζεται ως η καίρια τέχνη της εποχής και σερβίρεται στην κοινωνία ως «αυτό που πρέπει να είναι», ως το μέτρο που ο κόσμος πρέπει να ακολουθήσει.
Αναρωτιέμαι αν έχουμε ανάγκη από κάτι τέτοιο.