Ηρωίνη/Σούπερ μάρκετ
Εδώ ένα όμορφο ενσταντανέ από μια παλιότερη διασκεδαστική βόλτα με την κόρη, στις γειτονιές της πόλης μου. Απομεσήμερο ανεβαίνουμε την ανηφόρα από την παιδική χαρά, κάνουμε μια μικρή στάση διπλά στον αποκαμωμένο φίλο μας που ξεκουράζετε στα σκαλάκια. Και εμείς κουρασμένοι και αυτός. Εμείς παίρνουμε μια ανάσα και εκείνος ένα μικρό μεσημεριανό υπνάκο παρέα με το μπουκαλάκι του για το νερό και την σύριγγα που έκανε την δόση του. Ελπίζω να την χρησιμοποίησε μόνο μια φορά και να μην την μοιράστηκε με άλλους γιατί η υγιεινή και η ασφάλεια προέχουν (safety first). Η μικρή μου με ρώτησε, δεν θυμάμαι τι της απάντησα, δεν την απέτρεψα όμως κιόλας να δει ούτε την τρομοκράτησα. Νομίζω ότι της είπα ότι είναι κάποιος συμπολίτης μας που είναι χρήστης και ότι λογικά όπου νά’ ναι θα πεθάνει. Δεν με ρώτησε και περισσότερα, τραβήξαμε μια αναμνηστική φωτογραφία και προχωρήσαμε.
Το απόγευμα πήγα μέχρι το σούπερ μάρκετ. Φύσαγε διαολεμένα και βαριόμουν λίγο. Στην είσοδο είχε άλλους δύο παρόμοιους φίλους μου. (Υποθέτω μπορώ να τους αποκαλώ φίλους, αφού τους βλέπω σχεδόν καθημερινά και όλο και κάτι μου ζητούν.) Ο ένας ξεκίνησε μια φράση λέγοντας «Ρε παλικάρι…» αλλά δεν την τελείωσε ζητώντας χρήματα όπως θα ήθελε. Δεν την τελείωσε αφού είδε το βλέμμα μου. Την ξινισμένη μούρη του ανθρώπου που έχει βαρεθεί από καιρό να λυπάται, να τσαντίζεται, να αγωνιά, να ρωτά πως και γιατί. Συνέχισε λοιπόν αλλιώς, υποθέτοντας ότι δεν τον ακούω. «…Θα μας πάρεις τουλάχιστον μια πίπα…».
Σκέφτηκα ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν στις προθέσεις μου και συνέχισα για τα ψώνια μου.
Η ποικιλία ήταν αρκετά μεγάλη, βρήκα αρκετές προσφορές και πιστεύω ότι ήταν καλή ιδέα να πάρω μακαρόνια, τώρα που είχαν τα δύο στην τιμή του ενός. Έριξα και μια ματιά στα προϊόντα που έληγαν και τα είχαν σε προσφορά. Είδα κάτι βιολογικούς χυμούς που σάπιζαν μεθαύριο, αλλά δεν τους πήρα γιατί είχα ήδη μισοσαπισμένα πορτοκάλια σπίτι. Έφυγα αγκαλιά με τις πάνες που από την αρχή είχα πρόθεση να αγοράσω. Πήρα το μεγάλο μέγεθος που έχει τρία λεπτά περίπου φθηνότερα την κάθε πάνα (όπως έχω υπολογίσει) και δυο κεσέδες βούτυρο.
Περνώντας την πόρτα ούτε που κοίταξα τους φίλους, απλά αναρωτήθηκα πόσο άλλο θα γαϊδουροποιηθώ όταν καθημερινά έρχομαι σε επαφή με αυτό το θέαμα. Πόσο ακόμα θα γίνομαι κυνικός και αδιάφορος. Αν αυτοί που διαχειρίζονται το πρόβλημα των ναρκωτικών, ως σκοπό έχουν απλά να με κάνουν να μην δίνω σημασία, το έχουν σχεδόν καταφέρει. Αν το σχέδιο μάλιστα έχει μέσα και την αυτοδικία στην περίπτωση που ενοχληθώ ως ευυπόληπτος πολίτης, έχουν μεν πολύ δρόμο ακόμα (αναφορικά τουλάχιστον με το πρόσωπο μου) αλλά ήδη υπάρχει στρατός πρόθυμων!