Πάει κι αυτή η Κυριακή ή Για άλλη μια χαμένη γενιά.
Αυτές τις μέρες στο Σισμανόγλιο μέγαρο της Κωνσταντινούπολης γίνεται μια όμορφη έκθεση. Προτίμησα τη λέξη όμορφη από άλλες, όπως σημαντική ή ενδιαφέρουσα γιατί αν έχει κάτι καλό είναι ακριβώς αυτό, η σχέση των έργων με την μορφή, με τον τρόπο που φτιάχνονται τα πράγματα.
Διαβάζω από την ελευθεροτυπία ότι: «Έργα των Γιάννη Μόραλη, Χρόνη Μπότσογλου, Στέφανου Δασκαλάκη, Τάσου Μαντζαβίνου, Χρήστου Μποκόρου, Κώστα Παπανικολάου, Γιώργου Ρόρρη και Εδουάρδου Σακαγιάν σκιαγραφούν μια ευκρινή εικόνα της σύγχρονης ελληνικής παραστατικής ζωγραφικής. Πρώτοι θα εκτίθενται, εν είδει εισαγωγής, οι πίνακες του Μόραλη και του Μπότσογλου, ενώ στον κυρίως εκθεσιακό χώρο τοποθετούνται οι πίνακες των άλλων έξι καλλιτεχνών, που αποτελούν και τον κεντρικό πυρήνα της συλλογής του Σωτήρη Φέλιου.»
Τα έργα δεν μου είναι άγνωστα, είχα δει και την έκθεση της συλλογής κάποιους μήνες πριν στο Μουσείο Μπενάκη. Τα ξέρω αυτά τα έργα, μεγάλωσα με αυτά, πέρασα όλα τα στάδια της ενηλικίωσης μαζί τους. Τώρα πια νιώθω αισθήματα ανάλογα με αυτά που νιώθει ένας άνθρωπος για τους γονείς του, όταν πια έχει μεγαλώσει και έχει φύγει από το πατρικό σπίτι από καιρό. Τα θαύμασα, έγινα φίλος μαζί τους, στάθηκα κριτικός απέναντι τους, τα αποδόμησα, τα απαξίωσα και τώρα πια τα κοιτώ καθαρά. Βλέπω τα καλά τους, τα κακά τους και τα έχω στην καρδιά μου, τυλιγμένα σε ένα ελαφρύ, προστατευτικό πανί, νοσταλγίας, αγάπης και μελαγχολίας.
Περνάει ο καιρός. Μέχρι πρόσφατα οι εν λόγω ζωγράφοι θεωρούνταν νέοι και μαζί με άλλους (χωρίς αυτοί να το διαλέξουν) θεωρείται ότι συγκρότησαν «γενιά», που είχε πάρει διάφορες περίεργες ονομασίες όπως «νεοπαραδοσιακοί», «νέοι έλληνες παραστατικοί» κ.τ.λ.
Η αλήθεια είναι ότι είχαν αρχίσει με ορμή. Οι πρώτες τους εκθέσεις πέραν της ποιότητας που οι περισσότεροι διατηρούν ως και σήμερα, περιείχαν τα στοιχείο της έκπληξης και του ιδιαιτέρου. Αμφιβάλω όμως αν μπορούμε να μιλήσουμε για γενιά πια, πολύ απλά γιατί δεν έγιναν ποτέ τα πράγματα που έπρεπε να γίνουν, για να συγκροτηθούν ως ομάδα. Υποψιάζομαι ότι οι μικροανταγωνισμοί, οι εσωτερικότητες και η ανάγκη τους για ευδιάκριτο προσωπικό στίγμα δεν βοήθησαν. Δεν είδα ποτέ ας πούμε μια έκθεση και μια «οικογενειακή φωτογραφία» όπως των “The Irascibles” των αμερικάνων εξπρεσιονιστών, το 1950. Η αλήθεια είναι ότι και αυτοί δεν ήθελαν να ανήκουν σε κάποια ομάδα αλλά ο Willem de Kooning , ο Jackson Pollock, ο Robert Motherwell, ο Mark Rothko και τόσοι άλλοι φωτογραφήθηκαν για ένα κοινό σκοπό. Από την άλλη, σπανίως οι εικαστικοί καλλιτέχνες έχουν την συγκρότηση προκειμένου να λειτουργήσουν εξωστρεφώς και να προωθήσουν τον εαυτό τους. Μεταξύ μας δεν είναι και η δουλειά τους αυτή.
Δεν λέω, σαν ζωγράφοι πιστεύω ότι θα μείνουν. Η δουλεία τους έχει αγγίξει πολύ κόσμο και η ποιότητα τους είναι αδιαμφισβήτητη. Αμφιβάλω όμως αν θα μείνουν ως συγκροτημένη αφήγηση που θα μπορούσε να εμπνεύσει άλλους στο μέλλον και να οδηγήσει παρακάτω. Νομίζω ότι η χαμένη αυτή ευκαιρία είναι ευθύνη κυρίως άλλων, των φορέων του πολιτισμού σε αυτό τον τόπο. Φοβάμαι ότι χάθηκαν κάπου στην πάλη του παλιού με το καινούριο. Στην εναγώνια προσπάθεια ενός παλιού εικαστικού κατεστημένου που πέθαινε και προσπαθούσε να κρατηθεί από όπου μπορεί και στην απαξία των νέων δυνάμεων που αναδύονταν.
Το αστείο είναι ότι ενώ οι καινούριοι ήταν θεωρητικά πιο ανοιχτοί και απελευθερωμένοι και ενώ πραγματικά είχαν τα μάτια τους και έξω από τα σύνορα της χώρας, επέλεξαν να τους απαξιώσουν. Τους κατηγόρησαν ως αναχρονιστικούς και εσωστρεφείς, με παρωχημένη δουλεία και αποκομμένους από το διεθνές περιβάλλον. Ειδικά το τελευταίο είναι και το πιο περίεργο. Αρκετοί από αυτούς τους ζωγράφους (συνυπολογίζοντας και άλλους αυτής της γενιά που δεν είναι στην έκθεση) ενώ ξεκίνησαν στην Ελλάδα, η δουλεία τους γνώρισε μεγάλη αποδοχή, κυρίως μετά από τις μεταπτυχιακές τους σπουδές στο εξωτερικό και ενώ είχαν επηρεαστεί καθοριστικά από τις νέες παραστάσεις που είχαν. Οι περισσότεροι μιλούν καλά γαλλικά, εκθέτουν στο εξωτερικό, κάποιος μάλιστα στην αρχή της καριέρας του βραβεύτηκε από ξένο ίδρυμα και γενικότερα θέλησαν να κρατήσουν μια επαφή με το διεθνές περιβάλλον. Οι περισσότεροι ποτέ δεν θέλησαν να παράγουν «Ελληνική τέχνη» για το Ελληνικό κοινό.
Το καινούριο όμως είχε άλλη οπτική, τόσο διαφορετική που δεν στάθηκε στην εξερεύνηση της όποιας ποιότητας των διαφορετικών μορφών έκφρασης αλλά προτίμησε (όπως και το παλιό άλλωστε, ας μην κρυβόμαστε) να αγκαλιάσει συγκεκριμένες μορφές έκφρασης κάνοντας εκπτώσεις στο περιεχόμενο για χάρη της κυριαρχίας του ιδιώματος. Έτσι έγινε μια νέα αρχή εισάγοντας πράγματα ή εξάγοντας άλλα, πιο ανώδυνα και πιο «φιλικά» στον χρήστη του κυρίαρχου μοντέλου σύγχρονής τέχνης.
Τώρα πια φοβάμαι ότι είναι αργά για τους ζωγράφους. Η εσωστρέφεια που ακολούθησε, έχω την αίσθηση, είχε αντίκτυπο και στην δουλειά κάποιων από αυτούς. Προσαρμόστηκαν στο εδώ ζητούμενο, που καλώς ή κακώς είναι πιο πεζό. Νομίζω ότι αν την σωστή εποχή, τους είχαν βοηθήσει να ανοίξουν τα φτερά τους πέραν των συνόρων, σήμερα θα βλέπαμε τις πραγματικές τους δυνατότητες μακριά από το ψυχοφθόρο άγχος της καθημερινής επιβίωσης.
Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια δεν κάτσαμε ποτέ να συζητήσουμε για την μορφή, ούτε αυτού ούτε του άλλου. Συζητήσαμε για το νέο πλαίσιο, τους νέους και παλιούς φορείς που παράγουν πολιτισμό και μείναμε ευτυχείς που γίνονται «νέα πράγματα» χωρίς να μπούμε στην κουβέντα για το περιεχόμενο των νέων πραγμάτων και αν αξίζει να κρατήσουμε κάτι από τα παλιά, είτε αυτά είναι η ζωγραφική των παραπάνω ή το underground της δεκαετίας του 80. Όχι σαν μουσιολόγια, ή σαν νοσταλγία της τότε χαμένης πρωτοπορίας αλλά σαν συγκροτημένη μελέτη του τι μπορούμε να κρατήσουμε και τι πρέπει να αφήσουμε πίσω.
Και?
Μιλώντας λοιπόν για χαμένη γενιά θα νομίζεις ότι μιλάω για αυτή. Λάθος! Αυτή η γενιά (ζωγράφοι ή μη) κάτι προσέφερε. Μιλάω για την αμέσως επόμενη, τη δική μου!
Λογικά και εμείς θα αφήσουμε επιφανείς εκπροσώπους. Κάποιοι ίσως έχουν την τύχη να γνωρίσουν την ευρεία αποδοχή του Μόραλη ή του Γκίκα, για να γυρίσουμε αρκετά πιο πίσω. Άλλοι θα απολαύσουν την διεθνή αναγνώριση του Κουνέλη, σχεδόν άγνωστοι στον τόπο τους και το ευρύ κοινό. Όμως γενιά και πάλι δεν θα υπάρξει. Σε αυτό το κομβικό σημείο για την τέχνη που παράγεται στην Ελλάδα, κάποιοι από εμάς πίστεψαν ότι κληρονόμησαν την μαεστρία των ζωγράφων που λέγαμε χωρίς όμως σχεδόν τίποτα από την έκπληξη που εκείνοι δημιουργούν, ενώ άλλοι καβάλησαν το δροσερό αεράκι του εισαγόμενου pop και mainstream underground και εξασφαλίζουν μια περίοπτη θέση στο τίποτα.
Η αλήθεια είναι ότι ελπίζω στην επόμενη γενιά. Ελπίζω ότι αυτοί θα χωνέψουν τα διδάγματα του παρελθόντος, θα καταλάβουν ότι η ζωγραφική μαεστρία από μόνη της δεν λέει και πολλά σήμερα και ότι η προσκόλληση άκριτα στην τέχνη εισαγωγής δεν θα προφέρει και πάλι τίποτα.
Όσο για όλους τους προηγούμενος? Προχθές το βράδυ μεταξύ ύπνου και ξύπνιου και ενώ στροβίλιζαν στο μυαλό μου όλα τα παραπάνω εμφανίστηκε ένα τραγούδι, είχα να το ακούσω χρόνια…