Μπαμπά σου μιλάω! Η χρεοκοπία της πρόκλησης στο εικονοκλαστικό περιβάλλον.
Πραγματικά είναι δύσκολο να γράψει κανείς για ένα φαινόμενο που του προκαλεί βαρεμάρα. Ίσως το μόνο κίνητρο να είναι ότι οι επιπτώσεις που υφίσταται ο γράφων από το ίδιο το φαινόμενο να τον κάνουν να βαριέται ακόμα περισσότερο! Το γράψιμο είναι μια ελπίδα. Ποιός ξέρει, ίσως γράφοντας, το φαινόμενο σαν από θαύμα να εκλείψει!
Θα ήθελα να ξεκινήσω με το κοινότυπο: «Τώρα τελευταία, όλο και περισσότερο προκλητικά έργα τέχνης και δηλώσεις καλλιτεχνών, έχουν ξεσηκώσει κοινό και κριτικούς» αλλά η εισαγωγή κολλάει στο «τώρα τελευταία». Πόσο αλήθεια έχει κρατήσει αυτό το «τώρα τελευταία»? Σίγουρα όσο θυμάμαι τον εαυτό μου. Διαβάζοντας λίγο, είδα ότι οπωσδήποτε κρατάει από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και κοιτώντας πιο προσεκτικά, νομίζω ότι το «τώρα τελευταία» κρατάει από πάντα!
Τι αλλάζει όμως σήμερα σε σχέση με το παρελθόν? Αλήθεια, τι σημαίνει προκλητικό και ποια η θέση του στην τέχνη?
Ο όρος πρόκληση όπως ερμηνεύεται στην ως άνω φωτογραφία είναι κατατοπιστικός αλλά ανεξέλεγκτα γενικός. Για την τέχνη τουλάχιστον, το «ενέργεια, συμπεριφορά που (συχνά σκόπιμα) ερεθίζει, διεγείρει και ωθεί σε αντίδραση» δεν είναι απλά ζητούμενο, είναι προαπαιτούμενο.
Τα πράγματα βέβαια, καμιά φορά είναι πιο απλά από ότι φαίνονται με μια πρώτη ματιά. Είναι φορές που είμαστε αγκαλιά κάπου έξω με τη κόρη μου, και τυχαίνει να απορροφηθώ συζητώντας με κάποιον φίλο. Αν δεν της δώσω σημασία για πάνω από ένα λεπτό, συνηθίζει να μου τραβάει το πρόσωπο προς το μέρος της και να μου φωνάζει «Μπαμπά σου μιλάω!». Αν συνεχίσω να την αγνοώ δυναμώνει τη φωνή της και μου φωνάζει μέσα στο αυτί, το ίδιο πράγμα. Αν γυρίσω και την ρωτήσω: «Τι θέλεις να μου πεις αγάπη μου», απαντά το ίδιο «Μπαμπά σου μιλάω!».
Και αν για ένα παιδί (ίσως και για ολόκληρες κοινωνικές τάξεις όπως σημειώνουν κάποιοι κακεντρεχείς…) η πρόκληση αποσκοπεί απλά στο να δηλωθεί το παρόν, για τους εμπλεκόμενους με την καλλιτεχνική δράση καλό θα ήταν να υπάρχει κάτι περισσότερο.
Όταν λοιπόν μιλάμε για πρόκληση στην τέχνη, σκόπιμο είναι να προσπαθούμε να διερευνούμε (ακόμα και σε αυστηρά προσωπικό επίπεδο) τον συσχετισμό της συγκεκριμένης κάθε φορά προκλητικής πράξης με το θέμα που έχει επιλεχθεί ως αντικείμενο προς εξέταση και όλο αυτό με το κατά πόσο αυτή η πρόκληση μας ωθεί προς μια νέα ανάγνωση του θέματος για το οποίο γίνεται η όλη ενέργεια.
Ακόμη όμως και η «κούφια πρόκληση» θα είχε κάποιο νόημα αν αυτός που προκαλεί, ως υπόσταση, ήταν κάποιος με τον οποίο θα μας συνέδεε (ή θα έπρεπε να μας συνδέει) κάτι παραπάνω από την ίδια την προκλητική δράση, αλλά αυτό είναι κάτι μάλλον πολύ δύσκολο.
Το κατά πόσο βέβαια προκαλούμαστε δεν έχει αυστηρά αντικειμενικά κριτήρια, έχει να κάνει κυρίως με το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο είμαστε ενταγμένοι. Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η δυσλειτουργία. Τι νόημα έχει σήμερα η πρόκληση (χρησιμοποιώντας τη λέξη με την βαριά, καθημερινή της σημασία) σε ένα, δυτικό τουλάχιστον, εικονοκλαστικό και απελευθερωμένο ηθικά και εκφραστικά κόσμο? Πόσο πραγματικά προκαλούμαστε από κάποιο έργο? Πόσο μπορούν να τεντωθούν τα ξεχειλωμένα (και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό) «ηθικά ανακλαστικά» μας στην εποχή του «anything goes”? Πόσο μπορούμε να ταραχτούμε, όταν η πρόκληση είναι η συνεχής επιδίωξη, προκειμένου να τραβηχτεί η προσοχή μας σε κάτι συγκεκριμένο την εποχή της πληθώρας της εικόνας και της πληροφορίας? Πόσο μπορεί να προκαλέσει ο καλλιτέχνης συναγωνιζόμενος μια ολόκληρη κοινωνία προσηλωμένη στο θέαμα, που σκοπό έχει να τραβήξει την προσοχή?
Φοβάμαι ότι οι περισσότεροι που καταφεύγουν στην πρόκληση, σκοπό έχουν, όπως έγραψα παραπάνω, να μας πείσουν ότι είναι σημαντικοί ως υπόσταση, πράγμα μάλλον ουτοπικό. Έχουμε λοιπόν προκλητικές δηλώσεις και έργα καλλιτεχνών, απέναντι σε δάχτυλα που κουνιούνται διδακτικά από αγανακτισμένους που καίγονται να προκληθούν (ως ψυχοθεραπεία συνήθως) για θέματα που τα έχει λύσει η ίδια η καθημερινότητα και αντιπαραθέσεις στο κόκκινο! Ένα είναι σίγουρο, η πρόκληση ως μέσο, μας συντρόφευσε καλά ως αυτοσκοπός, τουλάχιστον για ένα αιώνα, αλλά τώρα πια έχει ξεχειλώσει και εν τέλει έχει χρεοκοπήσει. Εμένα τουλάχιστον μου προκαλεί αφόρητη βαρεμάρα. Είναι πραγματική σπατάλη η υπερεκμετάλλευση του «εργαλείου» πρόκληση. Ένα «εργαλείο» που όταν μπαίνει στην δούλεψη της επαγρύπνησης και της αυτοσυνείδησης και χρησιμοποιείται με σεβασμό (αν και ίσως η χρησιμοποίηση της λέξης σεβασμός δίπλα στην λέξη πρόκληση να φαίνεται αντιφατική) είναι θαυμαστό!
Υπάρχει βέβαια απάντηση σε όσα καλλιτεχνικά έργα ή λόγια δεν μας κάνουν να αναστοχαζόμαστε και δεν μας προσφέρουν τίποτα εκτός από αντανακλαστική εναντίωση. Η απάντηση είναι μόνο η λήθη, η αποφυγή του αέναου μήλου της ανουσιότητας.
Αναφορικά πάντως με μένα και το όποιο έργο μου, αυτό που έχω να πω είναι ότι μπούχτισα και κουράστηκα. Δεν έχω καμία όρεξη να χρησιμοποιήσω αυτό το καλό κατά τα άλλα εργαλείο. Δεν μου χρειάζεται. Θα ψάξω αλλού, πιο βαθιά, σε λεπτότερες εκφάνσεις. Νομίζω δεν το έχω ανάγκη. Αν είναι να κάνω πράγματα που αξίζουν, ας μην υπονομευθεί η όποια προσπάθεια μου από την υπόνοια της άσκοπης πρόκλησης.
Και κάτι τελευταίο και πολύ σχετικό με τα παραπάνω. Δεν είναι πρώτη φορά που απογοητεύομαι και γράφω για το επίπεδο του δημόσιου διαλόγου, τουλάχιστον αναφορικά με ότι έχει να κάνει με τα εικαστικά. Πότε δεν είχα την ψευδαίσθηση ότι ο χώρος μου απαρτίζεται από «καλύτερους ανθρώπους». Καλλιεργημένους, ευαίσθητους, με οξύτερη ματιά στα πράγματα. Όχι τουλάχιστον περισσότερο από άλλες κοινωνικές ομάδες. Αυτό όμως που είναι εντυπωσιακό είναι ότι η πλήρης απουσία (καλώς ή κακώς) κριτικού πλαισίου αναφορικά με την σημερινή καλλιτεχνική διαδικασία έχει οδηγήσει σε μεγαλειώδη ξεκατινιάσματα που αποκαλύπτουν όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες των εμπλεκομένων. Ίσως όμως και καλύτερα…