Strange Fruit ή για την αυτοκτονία μιας γυναίκας που δεν γνώριζα
Ή μάλλον δεν την γνώριζα όσο νόμιζα ή όσο θα ήθελα ή όσο νόμιζα ότι ήθελα.
Την ήξερα την Ελένη. Δεν ήμασταν κολλητοί όπως στο γυμνάσιο, αλλά την είχα ξαναβρεί πρόσφατα. Είχαμε χαθεί για χρόνια και ξανασυναντηθήκαμε με αφορμή μια συνάντηση παλιών συμμαθητών. Εκεί που πηγαίνεις ελπίζοντας ότι θα είσαι αρκετά ελκυστικός και πνευματώδης. Εκεί που βλέπεις πόσο ο άλλος έχει αλλάξει, αν κατά τη γνώμη σου ομόρφυνε ή ασχήμυνε ή κατά την γνώμη του πέτυχε στη ζωή του ή όχι.
Το θυμάμαι το πρόσωπο της εκείνη την ημέρα, είχε αλλάξει. Βλέπεις, το προσπάθησε και εκείνη. Το άλλαξε μόνη της θέλοντας να γίνει κάτι άλλο, δεν κατάλαβα τότε γιατί και κυρίως δεν κατάλαβα τί ήθελε να γίνει. Τώρα πια είμαι σίγουρος ότι δεν ήξερε. Θύμωσα μαζί της, δεν είναι ότι είχε κάνει κάτι παραπάνω από τη μέση αστή που ψάχνει το ιδανικό απ’ έξω της αλλά δεν καταλάβαινα γιατί. Δεν το είχε ανάγκη, δεν το χρειαζόταν.
Μετά ήρθε από το σπίτι. Έφερα στη μικρή μου ένα δώρο. Ένα τηλεκατευθυνόμενο σκυλάκι, άσπρο, φουντωτό, που κουνούσε την ουρά του και, σαν από μια ηθελημένη διαστροφή, είχε και αυτό αλλάξει. Αντί να γαυγίζει, τραγουδούσε φωναχτά ένα περίεργο ποπ θόρυβο. Έκανε και αυτό την προσπάθεια του (μέσω της αλλαγής των βασικών του χαρακτηριστικών) να γίνει κάτι άλλο. Η μικρή ξετρελάθηκε, εγώ το πέταξα προχθές, δεν δούλευε πια, μου προκαλούσε θλίψη.
Μιλήσαμε όπως παλιά. Είχε ακόμα αυτή την παιδική αφέλεια που με έκανε να πιστεύω πως μου έλεγε τα πάντα ενώ εγώ ενδύθηκα τον ρόλο αυτού που μπορεί να δίνει συμβουλές και να δείχνει νέες προοπτικές.
Όπως τότε στο κλιμακοστάσιο του πατρικού μου που της είπα ψέματα ότι ξέρω να φιλάω, προκειμένου να εξασκηθεί μαζί μου για να μάθει και εκείνη ενώ στην πραγματικότητα δεν είχα ιδέα και μάλλον ήταν και για μένα η πρώτη φορά ή όπως τώρα πρόσφατα που έγινε ο πρώτος άνθρωπος που μου είπε ότι τα κείμενα μου δεν ήταν απλά του γούστου της αλλά την είχαν βοηθήσει, λέει, πολύ στις δύσκολες μέρες που περνούσε.
Τί απογοήτευση, για άλλη μια φορά κατάλαβα ότι ούτε τότε ήξερα μα ούτε και τώρα. Τί περίεργο, εκείνη που με την επιλεκτική της παρουσία σημάδεψε δύο κορυφαίες μου μνήμες, έφυγε σαν ξένη.
Είναι προφανές ότι δεν έκανα και σπουδαία δουλειά και τώρα, η τελευταία εικόνα που θα έχω στο μυαλό μου, είναι μια εικόνα που δεν έχω δει με τα μάτια μου αλλά με έχει σκάψει βάναυσα. Ο εφιάλτης ενός παράξενου φρούτου να αιωρείται στο δέντρο. Μια εικόνα που σε κανένα δεν αξίζει να αντικρίσει.
Ακόμα είμαι θυμωμένος μαζί της, καμιά φορά αυτός ο θυμός ξεπερνάει και τη λύπη μου και αυτό είναι άδικο. Αλλά εκείνη ήταν πάντα δεκτική, το ξέρω ότι θα με συγχωρέσει.