Στο παζάρι των ρακοσυλλεκτών.
Κάθε Κυριακή, κάπου στην Ιερά οδό, στο τεράστιο προαύλιο ενός εγκαταλελειμμένου κτηρίου γίνεται το παζάρι των ρακοσυλλεκτών. Εκεί θα βρεις πολλά παλιά κινητά αλλά οι άνθρωποι δεν βγάζουν selfie, ούτε πηγαίνουν για εξπρεσιονισμούς. Τους μαζεύει η ανάγκη και η ιδιοτροπία. Ατελείωτα χωράφια από σκουπίδια στοιβάζονται ψάχνοντας για πελάτες.
Χιλιάδες πλακέτες ηλεκτρονικών ειδών, ρούχα για 50 λεπτά του ευρώ, γρατζουνισμένα ποτήρια, τρισάθλιες μεταχειρισμένες μπότες (που δεν πέφτουν ποτέ κάτω από 4 ευρώ), μέχρι ληγμένα (υποθέτω) κουτιά τυρί φέτα από το Lidl. Οι πωλητές είναι στην συντριπτική πλειοψηφία τους τσιγγάνοι και το παζάρι σχεδόν δεδομένο.
Πριν μερικούς μήνες πήγα να αγοράσω μια ξεχαρβαλωμένη βαλίτσα για τις ανάγκες του «Πως Είναι Να Γυρνάς». Έκανα ένα γύρο, οι τιμές ξεκινούσαν από 20 ευρώ. Μου φάνηκαν πολλά, πήγα παρακάτω.
Σε μια άκρη στεκόταν ένας νεαρός με τα μισά μου χρόνια και ανάμεσα στα άλλα είχε και μια βαλίτσα που μου φάνηκε ιδανική. Τον ρωτάω πόσο κάνει και μου απαντά 10 ευρώ. Ντράπηκα να παζαρέψω αλλά δεν ήθελα να δώσω τόσα χρήματα, απλά έγειρα το κεφάλι στο πλάι. «Κοίτα», μου απάντησε, «θα κάνουμε κάτι που θα βολεύει και τους δυο. 5 ευρώ, τι λες»; Χαμογέλασα και τα έδωσα. Πήρα την βαλίτσα, την έβαλα μπροστά στα πόδια μου και συνέχισα να χαζεύω την υπόλοιπη πραμάτεια του.
Μετά από λίγο ένιωσα κάτι να γαντζώνεται στο παντελόνι μου. Κατεβάζω το βλέμμα και βλέπω ένα μικρό ρακένδυτο παιδί. Προφανώς ήταν ο γιός του νεαρού. Πιάνει την βαλίτσα που ήδη είχα αγοράσει και μου λέει, «θέλεις να πάρεις αυτήν την ωραία βαλίτσα; Μόνο 3 ευρώ»!
Κάτι ψέλλισε στα ρομανί ο μπαμπάς, εγώ χαμογέλασα, του χάιδεψα το κεφάλι, πήρα την βαλίτσα και έφυγα.
Τι αγόρασα άραγε εκείνη την Κυριακή; Μια βαλίτσα, ένα μικρό γεύμα, λίγα ψήγματα αξιοπρέπειας ή μια βουτιά στην πραγματικότητα;
Όπως και να έχει έφυγα με ανάμεικτα συναισθήματα.