«Πως Είναι Να Γυρνάς» / Ο μεγάλος απολογισμός
Έχω τόσα πολλά να πω. Υποθέτω όμως ότι αν δε βάλω ένα μέτρο δεν θα τελειώσω ποτέ!
Την προηγούμενη βδομάδα πέρασα και «ξήλωσα» τα πράγματά μου από την «Φωκίωνος Νέγρη 16». Αυτές οι δυόμιση εβδομάδες της έκθεσης «Πως Είναι Να Γυρνάς», ήταν από τις καλύτερες της ζωής μου.
Μετά την τελευταία performance βγάλαμε μια «οικογενειακή φωτογραφία» και ενώ είχα δει ότι δεν ήμασταν όλοι εκεί, συνειδητοποίησα ότι πάνω από 10 άτομα συνεισφέραμε για να πραγματοποιηθεί αυτή η τόσο απλή ιδέα. Με έπιασε δέος! Τόσοι άνθρωποι, σκέφτηκα, μοιραστήκαμε ένα προσωπικό όραμα, ένα μικρό όνειρο και το κάναμε μεγάλο. Δεν ξέρω, αυτό ίσως να είναι παραπάνω από αυτό που μου αξίζει!
Ζήσαμε πολλά. Στην αρχή ήταν η αγωνία για το αν όλο αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί. Μετά ήρθε η έκπληξη! Είναι δυνατόν τόσοι άνθρωποι να πιστεύουν σε κάτι, να δουλεύουν τόσο πολύ, χωρίς κανένα ορατό κέρδος, μόνο και μόνο επειδή ένιωσαν ότι κάνουμε κάτι σημαντικό; Εγώ προσέγγισα κάθε έναν ξεχωριστά, ζητώντας τους το ελάχιστο για να λειτουργήσει το έργο και εκείνοι, όλοι, μου έδωσαν πολλά περισσότερα. Αν δεν ήταν ο Δημήτρης, ο Άκης, η Μαριλίζα, ο Τάσος, η Φανιώ, η Αθηνά, ο Βασίλης, ο Γιάννης, η Ελένη με τον (άλλο) Γιάννη, ο Κώστας και φυσικά ο οικοδεσπότης μας, τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο.
Τώρα όμως είναι ώρα να σκεφτώ το μετά. Δουλεύοντας τόσο καιρό με τους συνεργάτες μου, αυτό που είδα στα μάτια τους είναι η λαχτάρα για μια συνέχεια. Όλοι πιστεύουν ότι πρέπει να μην μείνουμε σε αυτήν την παρουσίαση. Θέλουν να βρούμε κι άλλους χώρους και να το ξαναδείξουμε. Μεγαλύτερους ίσως, που να υπόσχονται ακόμα μεγαλύτερη πρόσβαση σε περισσότερο κοινό και όχι μόνο εδώ, αλλά αν είναι δυνατόν ακόμα και στο εξωτερικό. Ξέροντας, βέβαια, πόσο δύσκολο είναι αυτό, δεν πετάω στα σύννεφα αλλά πιστεύω ότι χρέος μου είναι να προσπαθήσω για το καλύτερο.
Ένα ευχαριστώ λοιπόν δεν λέει σχεδόν τίποτα, τους το είπα πολλές φορές και το εννοούσα κάθε φορά. Το ουσιαστικό ευχαριστώ θα είναι να μπορέσω να προσφέρω το επόμενο βήμα και να τους κάνω να νιώσουν ότι ο κόπος τους θα βρει την μεγαλύτερη δυνατή απήχηση.
Όλο αυτό όμως δεν ήταν για εμάς, ήταν γι αυτούς που μας παρακολούθησαν.
Πολύς κόσμος πέρασε από την «Φωκίωνος Νέγρη 16» εκείνες τις μέρες. Είδα ανθρώπους να κοιτούν με ενδιαφέρον, άλλους να μας προσεγγίζουν με κριτική διάθεση, άλλους με ελαφριά απορία και άλλους με πρόθεση να μάθουν περισσότερα. Είδα ανθρώπους που δεν έχουν επαφή με την σύγχρονη τέχνη να βουρκώνουν. Συγγενείς, φίλους και άγνωστους να τρώνε το γλυκό που πρόσφερε η Μαριλίζα και να ευφραίνονται, να πίνουν το ποτήρι με το νερό και να ξεδιψούν. Είδα φίλους να έρχονται ελαφρώς βαριεστημένοι (δεν ξεχνώ ότι μια πρόσκληση από φίλο ενέχει και ένα στοιχείο υποχρέωσης) και να φεύγουν λάμποντας. Σε όλους αυτούς, σε κάθε έναν ξεχωριστά, το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι νιώθω απεριόριστη ευγνωμοσύνη.
Κλείνοντας θα ήθελα να γράψω τα πως και τα γιατί που γέννησαν αυτό το έργο, αλλά αν ξεκινήσω τώρα δεν θα τελειώσω ούτε την δευτέρα παρουσία! Αντ’ αυτού απλά θα αντιγράψω την εισαγωγή που έγραψα για το ομότιτλο βιβλίο της έκθεσης, που κυκλοφορεί από της εκδώσεις (.poema..):
Σ’ αυτό το σπίτι το παλιό.
Είναι η σκουριά, ξέρεις. Αυτή που μετατρέπει τη λαμαρίνα από γυαλιστερό στολίδι, «ασήμωμα αγιογραφίας», σε θλιβερό απομεινάρι του πολιτισμού. Τι ειρωνεία. Το λαμπερό πορτοκαλί της βρεγμένης σκουριάς είναι που κάνει το μέταλλο να πεθαίνει.
Κανονικά θα έπρεπε η ζωγραφική να φτάνει. Στα χέρια κάποιων παλιών δασκάλων, έφτανε και περίσσευε. Ήθελα όμως κάτι ακόμα. Να χτίσω ένα «ναό». Ζωγραφική, ήχο, λόγο, πραγματικά αντικείμενα. Ήθελα και τον άνθρωπο. Μια φιγούρα που θα περιδιαβαίνει και θ’ ακουμπά τα πράγματα, θα μιλά με τον ήχο και θα μιλάει τον λόγο.
Μήπως εκεί, μέσα από το σώμα, «αυτό το σπίτι το παλιό», φανερωθεί η ζωή που περνά μπροστά απ’ τα μάτια όσων βλέπουν; Μια ευκαιρία ίσως. Για την επιστροφή, τον νόστο, την αρχή, πριν φτάσει η νέα αρχή του θανάτου.
Το σπουδαίο, ακούμε, είναι να είμαστε σύγχρονοι. Πιστεύω πως σημασία έχει να γίνεις άχρονος. Τουλάχιστον να προσπαθείς.
Ευχαριστώ για όλα, μα κυρίως για τις αναμνήσεις, θα τα ξαναπούμε.