Mr. Blue
Την Δευτέρα βρέθηκα με τον πατέρα και τον αδελφό μου σε ένα ιδιότυπο «male bonding». Η τύχη το έφερε για πρώτη φορά και μετά από δεν ξέρω κι εγώ πόσους αιώνες να συνυπάρξουμε στην ίδια πόλη, χωρίς τα υπόλοιπα μέλη των οικογενειών μας. Πήγαμε σε μια καφετέρια στο Πασαλιμάνι να δούμε παιχνίδι του Ολυμπιακού.
Είχα να νιώσω έτσι από τότε που ήμασταν στο σχολείο και με τον αδελφό μου παρακολουθούσαμε αγώνες, στον καναπέ του σαλονιού.
Θυμάμαι πως η αριστερή πλευρά του καναπέ ήταν η πιο βολική, μιας που εκεί είχες την τηλεόραση ακριβώς απέναντι. Φυσικά, αν έδειχνε ματς, το να κάτσεις εκεί ήταν λάθος. Μικρέ (μου έλεγε ο πατέρας μου) κάνε πιο κει, αυτή είναι η θέση μου. Εκνευριζόμουν αφόρητα αλλά δεν μπορούσα παρά να υπακούσω. Με μια κουβέντα μεταφερόμουν στην χειρότερη θέση του σαλονιού.
Προχθές έφτασα αργά, οι καλές θέσεις ήταν ήδη πιασμένες. Έτσι κι αλλιώς δεν μιλήσαμε για θέσεις. Δεν μιλήσαμε ούτε για προβλήματα, ούτε γι΄αυτά που μας χωρίζουν και μας κάνουν να κοιταζόμαστε με καχυποψία τις δύσκολες ώρες. Μετά από ένα φευγαλέο, «πως είναι τα παιδιά;» είπαμε μόνο για μπάλα και λοιπές σαχλαμάρες.
Δεν ξέρω πως ακριβώς «λειτουργούν» οι γυναίκες αλλά έχω την άποψη ότι για την συντριπτική πλειοψηφία των αντρών η ελαφρότητα είναι ένα απαραίτητο «αξεσουάρ». Ίσως απλά την έχουμε ανάγκη, χωρίς κάποιο προφανή λόγο. Συχνά όμως τη φοράμε όποτε δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε τα σοβαρά. Φυσικά δεν είναι λύση, αλλά είναι λύτρωση, έστω στιγμιαία.
Γύρισα σπίτι χαρούμενος με τη συνοδεία μιας ελαφριάς μελαγχολίας στο στόμα. Είπαμε, δεν είναι λύση, αλλά είναι λύτρωση.
Έστω στιγμιαία.