Το αναπόδραστο του «ελληνικού φολκλόρ».
Αν είσαι συνδεδεμένος με κάποιο κοινωνικό δίκτυο τύπου Facebook ή Twitter πιθανότατα θα είχες δει την φουρτούνα που είχε ξεσπάσει στις εν λόγω «μπανιέρες», για το νέο τραγούδι του Nick Cave. Δεν πρόκειται να συνεχίσω αυτή την κουβέντα, αλλά για την περίπτωση που δεν ξέρεις τίποτα θα στα πω συνοπτικά.
Ο γνωστός στους περισσότερους από εμάς τραγουδοποιός, έβγαλε ένα καινούριο CD και μάλιστα κατά τη γνώμη μου πολύ καλό. Στην Deluxe έκδοση υπάρχουν δύο ακόμα τραγούδια, ένα εκ των οποίων είναι και το Lightning Bolts. Σε αυτό αναφέρεται στην Ελλάδα της κρίσης, το έλλειμμα δημοκρατίας και την αστυνομική βία. Ο χαμός που έλεγα παραπάνω είχε να κάνει με το αν το τραγούδι είναι καλό ή όχι, αν ο Cave είναι «λαϊκιστής», αν έχει ειλικρινές ενδιαφέρον για την χώρα ή απλά προσπαθεί να μας πουλήσει περισσότερα CD. Η κουβέντα αυτή μου φαίνεται αφόρητα βαρετή αλλά ο τρόπος που ο ίδιος ο καλλιτέχνης διαχειρίζεται το θέμα, μας δείχνει κάποια πολύ ενδιαφέροντα πράγματα και δύναται να μας βάλει να αναστοχαστούμε για τον τρόπο που εμείς παράγουμε και αντιλαμβανόμαστε την τέχνη. Στο τραγούδι λοιπόν, θα ακούσεις στίχους του τύπου: «Δύο κεραυνοί έφτασαν στο δωμάτιο μου, ήταν δώρο του Δία» και άλλα παρόμοια.
Ένα από τα θέματα που απασχολούσε πάντα τους εγχώριους καλλιτέχνες, τουλάχιστον από τον 20ο αιώνα και μετά, είναι το θέμα της ελληνικότητας. Δηλαδή (όπως εγώ τουλάχιστον καταλαβαίνω) το πώς θα παράγουμε τέχνη η οποία να είναι σύγχρονη αλλά ταυτόχρονα να «πατάει» και στην παράδοση του τόπου μας. Από τη γενιά του 30 μέχρι και σήμερα, αυτή η «μίξη» είναι για πολλούς από εμάς το ζητούμενο.
Αυτή η προσπάθεια, λόγω της δυσκολίας που ενέχει, παράγει συχνά ευτράπελα αποτελέσματα. Έχει βγάλει από «μοντερνιστικά τσολιαδάκια» έως και «αρχαιοπρεπή αναπαραστατική ζωγραφική».
Η συνηθισμένη όμως κατηγορία απέναντι σε αυτόν τον συγκερασμό, είναι ότι εν γένει το όλο εγχείρημα είναι προβληματικό και ότι το καλύτερο θα ήταν να προσπαθήσουμε να παράγουμε τέχνη απαλλαγμένοι από το «αβάσταχτο βάρος του παρελθόντος». Το πρόβλημα όπως λέγεται είναι ότι ο αρχαίος μας πολιτισμός είναι τόσο ισχυρός στην συνείδηση του κόσμου, που η όποια προσπάθεια να αντλήσουμε από εκεί μας οδηγεί αναπόδραστα στο «τουριστικό φολκλόρ». Εν ολίγοις το θέμα είναι ότι «οι σύγχρονοι καλλιτέχνες, μουδιασμένοι από το βάρος, δεν παράγουν τίποτα ουσιαστικά καινούριο και αυτό μας καθιστά αναπόφευκτα εσωστρεφείς».
Τα τελευταία χρόνια όμως ήλθε μια μεγάλη αλλαγή. Η Ελλάδα είναι πάλι στο προσκήνιο, παράγει επιτέλους κάτι καινούριο! Μπορεί αυτό να μην είναι η τέχνη, είναι όμως πολιτική. Λόγω της κρίσης είμαστε πάλι στην πρώτη σελίδα. Αυτό που συμβαίνει εδώ (όπως λένε οι υπόλοιποι εταίροι μας) είναι «μοναδικό» και δεν έχει να κάνει με το «ένδοξο παρελθόν» μας. Προφανώς υπάρχουν και άλλες χώρες που έχουν χρεοκοπήσει ξανά στο παρελθόν, αλλά η παρούσα κρίση προσλαμβάνεται από όλους ως κάτι «το ιδιαίτερο».
Δεν είναι μυστικό ότι, πολιτική και τέχνη μοιράζονται τουλάχιστον ένα κοινό (όταν δεν αλληλεπιδρούν απροκάλυπτα). Προκειμένου ο φορέας τους (πολιτικός, δημοσιογράφος, ζωγράφος, λογοτέχνης κ.τ.λ.) να μπορέσει να επικοινωνήσει με το κοινό, συχνά καταφεύγει στο συμβολικό, στις παραπομπές, σε αυτό που ήδη υπάρχει στο υποσυνείδητο. Το Lightning Bolts είναι ένα καλό τέτοιο παράδειγμα, συνδέει πολιτική και τέχνη.
Ασχέτως με το τη τέχνη κάνουμε εμείς εδώ, το ερώτημα που έχει κανείς μετά την πρώτη ακρόαση είναι, αν μπορούν οι ξένοι να συνδέσουν στο μυαλό τους οτιδήποτε το ελληνικό (όσο καινούριο και να είναι αυτό) μακριά από το δεδομένο παρελθόν μας.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό το τραγούδι, κοίτα τα πρωτοσέλιδα των ξένων περιοδικών και των εφημερίδων που μιλούν για «ελληνική τραγωδία». Ακόμα και όταν εμείς παράγουμε κάτι καινούριο, κάτι που δεν έχει καμία σχέση με το παρελθόν μας, είναι αδύνατον να προσληφθεί από τους άλλους δίχως τη «βοήθεια» του παρελθόντος που θέλουμε να ξορκίσουμε.
Είναι αστείο να σκεφτεί κανείς ότι αν εμείς εδώ κάναμε τέχνη σαν κι αυτήν, αν πολιτικολογούσαμε με τέτοιο τρόπο, χρησιμοποιώντας τέτοιες ξεκάθαρες παραπομπές και τέτοια κλισέ, όπως η Ακρόπολη ή ο Δίας, η θέση των «προϊόντων» μας θα ήταν στην καλύτερη περίπτωση, στους πάγκους στο Μοναστηράκι.
Έχω την εντύπωση πως το όλο εγχείρημα της αποτίναξης του παρελθόντος προκειμένου να συνομιλήσουμε με νέους όρους με το διεθνές (αλλά ίσως και με τον εαυτό μας) δεν έχει νόημα. Ακόμα και αν εμείς τα καταφέρουμε οι άλλοι πάντα θα μας εκλαμβάνουν και θα μας συγκρίνουν με αυτό που ήδη ξέρουν. Το θέμα είναι αν εμείς (και) μέσα από αυτό, μπορούμε να σταθούμε στο ύψος της σύγκρισης. Όχι να το αποφύγουμε αλλά να έχουμε συνείδηση ότι κάθε πινελιά, κάθε λέξη, κάθε νότα θα συγκριθεί με αυτό το παρελθόν, με αυτό το «υψηλό». Για μένα πάντως αυτό δεν λέγετε βάρος, αλλά συνείδηση της ταυτότητας.
Όταν είμαι μόνος και προσπαθώ να ζωγραφίσω αλλά και όταν βλέπω τέχνη, είμαι έτοιμος να δικαιολογήσω την κάθε αποτυχία σε αυτή τη μεγάλη προσπάθεια. Δεν είναι εύκολο και η αποτυχία είναι το σύνηθες. Αυτό που δεν δικαιολογώ είναι η αποφυγή. Όταν το έργο δεν κάνει καν προσπάθεια.
Προφανώς υπάρχει και άλλος δρόμος, η «περιοδεύουσα σύγχρονη διεθνής σκηνή τέχνης» ας πούμε. Η Pop κουλτούρα γενικά, είτε είναι μαζική είτε «εναλλακτική».
Αλλά ως γνωστόν, με «Pop» δεν βάφεις αυγά.