Χριστούγεννα στην κόλαση. H Μαντόνα του Στάλινγκραντ.
Τι ξεχωριστό έχει αυτή η εικόνα; Είναι απλά μια αγιογραφία· η Παναγία που κρατά στην αγκαλιά της τον μικρό Χριστό. Δεν είναι και πολύ σπουδαία, σωστά;
Από τεχνικής πλευράς μιλώντας, δεν είναι παρά ένα σχετικά πρόχειρο σχέδιο με κάρβουνο. Η αλήθεια είναι ότι στο παρελθόν, μεγάλοι καλλιτέχνες όπως ο Παρμιτζανίνο ή ο Ρουμπλίοφ έχουν διαπραγματευτεί αυτό το θέμα πολύ καλύτερα! Ένα ερώτημα πάντα βέβαια είναι, το κατά πόσο η «ιστορία» πίσω από την εικόνα, επηρεάζει την οπτική μας για εκείνη. Πολλές φορές αυτά τα δύο είναι αλληλένδετα, αυτό όμως δεν είναι απαραίτητα κακό.
Ας μιλήσουμε λοιπόν για ιστορία.
Τα Χριστούγεννα του 1942 δεν ήταν ευχάριστα για κανέναν σε αυτόν τον τυραννημένο κόσμο. Για τους ανθρώπους όμως που πολεμούσαν στη μάχη του Στάλινγκραντ είτε αυτοί ήταν Γερμανοί είτε Ρώσοι, αυτά τα Χριστούγεννα ήταν κάτι που δεν θα ξεχνούσαν ποτέ, όσοι τουλάχιστον βγήκαν ζωντανοί από αυτή την κόλαση. Η κατάσταση τους τρομακτική, και οι μεν και οι δε, να πολεμούν μέσα στα χαλάσματα μιας ερειπωμένης πόλης, ρακένδυτοι και πεινασμένοι, για κάθε μέτρο, για κάθε σπίτι, με τη θερμοκρασία στους -25ο C. Η εντολή από «επάνω» ήταν σαφής· μέχρι τελικής πτώσης. Βέβαια, τα Χριστούγεννα του 1942 τα πράγματα είχαν σχεδόν κριθεί. Οι Σοβιετικοί είχαν ανακόψει την επίθεση του Χίτλερ και είχαν εγκλωβίσει 250.000 Γερμανούς στρατιώτες σ′ ένα μικρό κομμάτι γης, λίγων τετραγωνικών χιλιομέτρων, το kessel, όπως το έλεγαν. Η μετάφραση της λέξης (kessel σημαίνει καζάνι στα γερμανικά) αποδίδει σχεδόν την πραγματικότητα.
Όλοι έχουν δικαίωμα στην ελπίδα, οιΡώσοι ήλπιζαν ότι όλο αυτό κάποτε θα τελειώσει και θα πάνε σπίτια τους ενώ οι Γερμανοί πίστευαν ότι ο Φύρερ δεν θα τους άφηνε στη μοίρα τους. Νόμιζαν ότι με μια νέα έφοδο θα έσπαζε τον κλοιό και θα τους ελευθέρωνε. Οι συνομιλητές του πίσω στη Γερμανία, τον άκουγαν να οργανώνει απίθανα σχέδια με στρατούς που δεν υπήρχαν, μεραρχίες που θα ανακαταλάμβαναν την πόλη και θα ελευθέρωναν τους ηρωικούς στρατιώτες. Είχαν από τότε καταλάβει ότι ζούσε σε ένα δικό του, παράλληλο σύμπαν. Αυτά όμως δεν τα ήξεραν οι εγκλωβισμένοι του Στάλινγκραντ.
Είχαν έρθει τα Χριστούγεννα, μια μεγάλη γιορτή για αυτούς του ανθρώπους, που θεωρούσαν ότι είχαν τον Χριστό δίπλα τους, απέναντι στους άθεους σοβιετικούς. Οι προετοιμασίες είχαν αρχίσει από νωρίς, οι στρατιώτες ήδη από τις αρχές Δεκεμβρίου μάζευαν μικρές ποσότητες τροφίμων, από το ελάχιστο που τους αναλογούσε, για την ανταλλαγή των δώρων. Σε αυτό το ελάχιστο προφανώς δεν περίσσευε κάτι για τους σοβιετικούς αιχμαλώτους που απλά πέθαιναν. Χριστουγεννιάτικα δέντρα σκαλίστηκαν από ξύλο και γιορτινά στεφάνια φτιάχτηκαν.
Ανάμεσα στους εγκλωβισμένους ήταν ο γιατρός της 16ης μεραρχίας Τεθωρακισμένων Kurt Reuber. Ο Reuber, εκτός από γιατρός, ήταν και προτεστάντης πάστορας. Αποφάσισε ότι μέρες που ήταν, ήθελε να ζωγραφίσει κάτι κατάλληλο για την περίσταση. Μετά από πολύ σκέψη κατέληξε ότι ήθελε να κάνει μια Παναγία βρεφοκρατούσα. Μετέτρεψε την παγωμένη του τρύπα σε εργαστήριο. Τα μέρος ήταν τόσο μικρό που δεν μπορούσε καν να δει την εικόνα σωστά οπότε αναγκαζόταν να ανεβαίνει σε ένα σκαμνί για να την βλέπει από απόσταση. Τα πάντα έπεφταν και τα μολύβια του χάνονταν στη λάσπη. Δεν είχε τίποτα που θα μπορούσε να ακουμπήσει τη ζωγραφιά του, εκτός από ένα στραβό, παλιό, χειροποίητο τραπέζι, όπου και τη στρίμωξε. Δεν υπήρχαν υλικά και χρησιμοποίησε για χαρτί την πίσω πλευρά ενός παλιού ρώσικου χάρτη. Παρόλ′ αυτά, η ζωγραφιά σήμαινε τόσα πολλά για αυτόν που ήταν απόλυτα απορροφημένος στη δούλεψη της. Στο αριστερό μέρος της εικόνας έγραψε κάθετα τη φράση “Weihnachten 1942, Kessel” (Χριστούγεννα 1942 Kessel), στα δεξιά τα λόγια του Άγιου Ιωάννη του ευαγγελιστή “Licht, Leben, Liebe” (Φως, ζωή, Αγάπη) και στο κάτω μέρος της, “Festung Stalingrad” (Οχυρό Στάλινγκραντ).
Όταν τελείωσε το σχέδιο το κρέμασε από μια πρόκα στον τοίχο τού καταφυγίου. Όποιος έμπαινε μέσα, έμενε και κοίταζε ακίνητος για ώρα. Πολλοί άρχισαν να κλαίνε ενώ ο Reuber στεκόταν αμήχανος.
Πολλοί λίγοι καλλιτέχνες στην ιστορία της τέχνης έχουν καταφέρει με κάτι τόσο απλό, να συγκινήσουν τόσο βαθειά ανθρώπους. Ο Reuber κατάφερε, με ένα έργο, να πραγματώσει το όνειρο κάθε σύγχρονου εννοιολογικού καλλιτέχνη! Άλλαξε την υπόσταση του χώρου που τον φιλοξενούσε και από καταφύγιο το μετέτρεψε σε παρεκκλήσι!
Την παραμονή των Χριστουγέννων οι στρατιώτες αντάλλαξαν τσιγάρα, χαρτί αλληλογραφίας και τη μερίδα ψωμιού που τους αναλογούσε. Το τραγούδι εκείνης της βραδιάς ήταν το Άγια Νύχτα, που με βραχνές φωνές τραγουδούσαν όλοι υπό το φως των κεριών. Η γιορτή τελείωσε όταν τέσσερις βόμβες εξερράγησαν έξω από το καταφύγιο, σκοτώνοντας έναν και τραυματίζοντας τρεις. Δεν ήταν κάποια έκπληξη ή κάποιο απρόοπτο γεγονός, αυτά συνέβαιναν κάθε μέρα. Ήταν μία ακόμη ένδειξη ότι, παρά τις προσευχές, το μέλλον ήταν προδιαγεγραμμένο. Το αποκάλυψε εξάλλου και ο Χίτλερ λίγο πριν το τέλος του, στους λιγοστούς ανθρώπους που είχαν μείνει δίπλα του. Τους είπε ότι δυστυχώς ο γερμανικός λαός αποδείχτηκε πιο αδύναμος από τους Σλάβους, οπότε είναι λογικό να αφανιστεί. Αυτό πίστευε και για τους στρατιώτες που πολεμούσαν στο Στάλινγκραντ. Αν δεν ήταν ικανοί να νικήσουν τους Ρώσους, ας πέθαιναν. Αυτό έκανε λοιπόν, απλά τους άφησε να πεθάνουν.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1943, οι εγκλωβισμένοι παραδόθηκαν. Μέχρι εκείνη την ημέρα είχαν πεθάνει ή τραυματιστεί περίπου 800.000 Γερμανοί. Οι 91.000 στρατιώτες που είχαν μείνει, αιχμαλωτίστηκαν. Τελικά και από αυτούς, μόνο οι 5.000 επέζησαν από τις κακουχίες της αιχμαλωσίας και επέστρεψαν στη Γερμανία, αρκετά χρόνια μετά τη λήξη του Β′ Παγκοσμίου Πολέμου. Για τους σοβιετικούς, τα πράγματα δεν ήταν πολύ διαφορετικά. Περίπου 470.000 άνθρωπο πέθαναν και 650.000 τραυματίστηκαν ή αρρώστησαν στο Στάλινγκραντ, ενώ 10.000.000 σοβιετικοί πέθαναν συνολικά στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο υπερασπιζόμενοι την πατρίδα τους.
Ο Reuber δεν είχε την τύχη να επιστρέψει στη Γερμανία, ήταν από αυτούς που πέθαναν σε σοβιετικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, περίπου ένα χρόνο μετά. Το έργο του όμως έζησε και εκτίθεται στην εκκλησία – μνημείο Kaiser Wilhelm στο Βερολίνο.
Ας δούμε πάλι αυτή τη ζωγραφιά. Δεν έχει σημασία που δεν ήμασταν στο Στάλινγκραντ. Ας πούμε ότι δεν γνωρίζαμε τίποτα από τα παραπάνω. Ας δούμε πως αυτή η Παναγία αγκαλιάζει το παιδί της, πως γίνεται μια μπάλα γύρω του, πόσο μεγάλο είναι το χέρι της, πόσο μικρό το κεφάλι του μωρού, την έκφρασή του, σαν να έχει ήδη καταλάβει το μέλλον του.
Όντως, πολλοί έχουν ζωγραφίσει Μαντόνες στο παρελθόν. Αυτή όμως για μένα είναι μια από τις συγκλονιστικότερες στην ιστορία της τέχνης.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη HuffPost.