«Φάπες σε συμμαθητές που δηλώνουν μπατσοσχολές»
Σε έναν από τους εξωτερικούς τοίχους της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων στον Πειραιά, μέσα σε δεκάδες άλλα γκράφιτι που είναι σχεδιασμένα εκεί, υπάρχει ένα που μου έχει κάνει εντύπωση. Γράφει, «Φάπες σε συμμαθητές που δηλώνουν μπατσοσχολές».powered by Rubicon Project
Πέραν του τραγικού της προτροπής σε μπούλινγκ, φαίνεται πως οι εμπνευστές του συνθήματος διαθέτουν μια παγιωμένη πολιτική θέση που αποστρέφεται την συγκεκριμένη κατηγορία κρατικών υπαλλήλων και φαντάζεται μια κοινωνία χωρίς αστυνομική επιτήρηση ή επιβολή.
Αλήθεια, ποιος δεν φαντάζεται έναν κόσμο σαν εκείνον που περιγράφει ο John Lennon στο Imagine; Ποιος δεν θα τον ήθελε! Στο μεταξύ όμως, μέχρι την πραγματοποίηση του ονείρου ενός πλανήτη αδελφωμένου, σε ποιους θα αφήσουμε την ευθύνη της επιτήρησης και της επιβολής;
Οι αστικές δημοκρατίες έχουν απάντηση σε αυτό το πρόβλημα. Οι κυβερνώντες αναθέτουν το μονοπώλιο της όποιας ανάγκης για βία στην αστυνομία.
Στην πραγματικότητα όμως, όλες οι κυβερνήσεις, παρά την όποια ρητορική τους, αλλάζουν τον τρόπο χρήσης του δικαιώματος αυτής της εκχώρησης, ανάλογα με την πολιτική κληρονομιά του εκάστοτε κόμματος από το οποίο προέρχονται.
Οι συντηρητικές – δεξιές κυβερνήσεις, συνήθως, βλέπουν στην αστυνομία το όργανο που θα επιβάλει την θέληση τους άμεσα και ασχέτως αντιδράσεων για την πολιτική τους.
Οι προοδευτικές – αριστερές κυβερνήσεις την βλέπουν ως αναγκαίο κακό μέχρι να επιτευχθεί το παραπάνω όνειρο.
Τα τελευταία χρόνια οι όροι αριστερός – δεξιός και προοδευτικός – συντηρητικός είναι αρκετά θολοί και όσοι αυτοχαρακτηρίζονται έως τέτοιοι δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πράττουν και ανάλογα.
Παρόλα αυτά, δεν διαφεύγει της κοινής γνώμης ότι τελικά η πολιτική κληρονομιά κάθε κυβέρνησης επιδρά στα αντανακλαστικά της όταν ξεσπά μια κρίση.
Το είδαμε στην Αμερική τα τελευταία χρόνια, τα βλέπουμε στην Ευρώπη και φυσικά το βλέπουμε και στην Ελλάδα.
Αναφορικά με τη «χρήση» της αστυνομίας από την σημερινή κυβέρνηση τα πράγματα είναι απλά.
Το δόγμα νόμος, τάξη, επιβολή και τελικά ανοχή (για να το θέσουμε κομψά) στην αστυνομική αυθαιρεσία, δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη. Το μάλλον κωμικό βίντεο του κ. Πλεύρη από την πλατεία Εξαρχείων ήταν ο προάγγελος. Οι τελευταίες πρακτικές στις άλλες πλατείες της χώρας, είναι απλά η αναμενόμενη συνέχεια.
Η διαχείριση της αστυνομίας από πλευράς της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ έχει, κατά τη γνώμη μου, μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Το πλάνο της ήταν, υποθέτω, μια αστυνομία λιγότερο βίαιη που δεν θα ενέπνεε φόβο στον απλό πολίτη. Η τότε κυβέρνηση βέβαια είχε να διαχειριστεί την ελευθεριάζουσα ρητορική κάποιων στελεχών της και παράλληλα την κυβερνητική πραγματικότητα.
Μια μερίδα της αριστεράς, όπως οι εμπνευστές του συνθήματος στον τοίχο της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, «δεν γουστάρει» γενικά την αστυνομία.
Μια άλλη τη θεωρεί αναγκαίο κακό και μια τρίτη πλευρά, η κυβερνώσα, κλήθηκε να την βάλει στην δούλεψη της.
Πρακτικά, για να μπορέσει όλο αυτό να έρθει σε μια ισορροπία, έπρεπε να αλλάξει όλη η αντίληψη για το τι θέλει η τότε κυβέρνηση από τα όργανα της τάξης. Έπρεπε κάτι να αλλάξει σε βάθος. Πώς να αλλάξεις όμως κάτι που στην πραγματικότητα δεν θέλεις ουσιαστικά να έχεις σχέση μαζί του;
Αν αφήνουμε τις «μπατσοσχολές» (που έλεγε και το επιφανειακής αντίληψης γκράφιτι), μόνο σε αυτούς που έχουν ως κυρίαρχο άξονα της πολιτικής τους το δόγμα «νόμος, τάξη και επιβολή» ποια κοινωνική πραγματικότητα θα εισπράξουμε μετά;
Σε ποιον τελικά παραχωρούμε την διαπαιδαγώγηση της αστυνομίας;
Η αριστερά, η όποια αριστερά, διαχρονικά πέφτει πάντα στην ίδια παγίδα. Μπλεγμένη ανάμεσα στο όραμα της απόλυτης κοινωνικής ειρήνης και την ανάγκη διαχείρισης των καθημερινών συγκρούσεων, αποστασιοποιείται αμήχανη αντί να έχει ενεργητικό ρόλο στη διαμόρφωση των πραγμάτων.
Η στελέχωση και η εκπαίδευσης της αστυνομίας έπρεπε να είναι η πρώτη προτεραιότητα οποιασδήποτε κυβέρνησης θωρεί εαυτήν αριστερή.
Αν αριστερός σημάνει (πέραν των άλλων) έμπλεος ανθρωπισμού και συμπόνιας, το αστυνομικό σώμα θα έπρεπε να είναι για μια αριστερή κυβέρνηση στο στόχαστρο της προσοχής της, ίσως το ίδιο σημαντική όπως η υγεία και η παιδεία.
Η κατάρτιση πάνω στις ανθρώπινες ελευθερίες, η παρακολούθηση από ειδικούς ψυχικής υγείας, η αποδόμηση των φαλλοκρατικών προτύπων και της κουλτούρας της «τζάμπα μαγκιάς», η πλήρης διαφάνεια και η τιμωρία των ενόχων για αδικαιολόγητη βία, έπρεπε να είναι η βασική οδός ώστε να οδηγηθούμε από ένα σώμα «πραιτοριανών» σε ένα σώμα κρατικών λειτουργών· ανθρώπων που θα έχουν σαν μοναδική αποστολή την κοινωνική ειρήνη.
Από όσο γνωρίζω, δεν έγινε καμία τέτοια προσπάθεια από την προηγούμενη κυβέρνηση ή αν έγινε δεν είχε κανένα αποτέλεσμα.
Μετά τις εκλογές του 2019 η αστυνομία απλά δρα όπως την «διαπαιδαγώγησε» διαχρονικά η πλευρά που την έχει σε εκτίμηση, δρα «όπως αυτή η πλευρά την έχει μάθει».
Με λίγα λόγια το πρόβλημα της προηγούμενης κυβέρνησης ήταν ότι δεν εκπλήρωνε τις προεκλογικές τις δεσμεύσεις. Το πρόβλημα με την σημερινή είναι ότι τις εκπληρώνει, ίσως με λίγο μεγαλύτερο ζήλο.
Στην μέση αυτού του δράματος,βρίσκονται οι πολίτες αυτού του τόπου μουδιασμένοι.
Καλούνται να διαλέξουν ανάμεσα στη βία της αστυνομίας και στην βία που παράγεται εξαιτίας της βίας που παράγει η αστυνομία. Βρίσκονται ανάμεσα στην τήρηση των αναγκαίων για την πανδημία μέτρων και την ανάγκη να διαμαρτυρηθούν μαζικά για τα μέτρα που λαμβάνονται όχι εξαιτίας, αλλά με άλλοθι την πανδημία.
Ο πρωθυπουργός μίλησε στο τελευταίο του διάγγελμα για διχασμό και τυφλή βία. Για να διχαστεί όμως μια κοινωνία χρειάζονται δυο ευδιάκριτες παρατάξεις και σήμερα δεν υπάρχουν τέτοιες.
Από τη μία πλευρά υπάρχει μια τεράστια πλειοψηφία που θέλει να ζει ειρηνικά και να μην φοβάται, άνθρωποι που έχουν κουραστεί από τα χρόνια της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει μια ελάχιστη μειοψηφία που παράγει τυφλή βία. Θεσμική βία, όπως αυτή μέρους της αστυνομίας και «σχεδόν θεσμική», όπως εκείνων που πάντα παρεισφρέουν στις πορείες και προκαλούν επεισόδια.
Η βία όμως σε ένα αστικό κράτος, όπως αναφέρθηκε και πριν, είναι ευθύνη της πολιτείας και των οργάνων της.
Η απώλεια του ελέγχου της βίας είναι ομολογία αποτυχίας.
Η ρητορική του κοινωνικού διχασμού όταν αυτός δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, μπορεί να λειτουργήσει μόνο ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Και αυτό ελπίζω, πως δεν το θέλει κανείς. Σωστά;