Το Succession των φτωχών (τω πνεύματι), στα social media.
Μια από τις δημοφιλέστερες σειρές αυτής της εποχής είναι το Succession του HBO. Είναι πραγματικά ένα πολύ αξιόλογο έργο μυθοπλασίας που έχει κερδίσει πολλά βραβεία και αιχμαλώτισε το ενδιαφέρον του κοινού με τις δυο πρώτες σεζόν του.
Με λίγα λόγια, το Succession περιγράφει τη διαδικασία διαδοχής ενός μεγιστάνα των media από την οικογένεια του όταν εκείνος λόγω ηλικίας αλλά και προβλημάτων υγείας, δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στο ρόλο του επικεφαλή της επιχείρησης.
Ο βασικός χαρακτήρας, είναι ένας «Βασιλιάς Ληρ» (που σε αντίθεση με τον σαιξπηρικό ήρωα) αντιλαμβάνεται την τελευταία στιγμή ότι η διάδοχοι του δεν έχουν την ποιότητα που επιζητά και προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάγκη και την επιθυμία.
Παρά την υπέροχη ερμηνεία του Brian Cox ως Logan Roy, ιδιοκτήτη της επιχείρησης και αρχηγού της οικογένειας, οι ψυχικές – πνευματικές του ιδιότητες ως «πατέρα αφέντη» δεν ξενίζουν. Είναι μάλλον ότι θα περίμενε κανείς. Ιδιαιτέρα έξυπνός, αλλά όχι ευφυής (αφού δύσκολα κανείς θα μπορούσε να πει ότι ο συγκεκριμένος κύριος ευ – φύεται) αλαζόνας, δεσποτικός, δυναμικός και με υπέρμετρο εγώ. Προφανώς, αυτές του οι ιδιότητες έχουν ως αποτέλεσμα τα παιδιά του, οι φυσικοί δηλαδή διάδοχοι του στη ζωή και την επιχείρηση, να έχουν και αυτά αναμενόμενες ιδιότητες: ευνουχισμένοι συναισθηματικά, αναποφάσιστοι, εξίσου αλαζονικοί, χαμερπείς απέναντι στον πατέρα, δολοπλόκοι και κάποιοι από αυτούς, ακόμα περισσότερο δεσποτικοί και προσβλητικοί απέναντι στους πιo αδύναμους συνανθρώπους τους.
Η έκπληξη όμως έρχεται από ένα άλλο χαρακτηριστικό τους που δεν θα το περίμενε κανείς με μια πρώτη ματιά: Οι περισσότεροι, είναι «τερματικά ηλίθιοι»!
Όλα τα προηγούμενα χαρακτηριστικά τους, είναι κάπως αναμενόμενα, αλλά αυτό το τελευταίο δεν θα το περίμενε κανείς για ανθρώπους που διοικούν χιλιάδες ανθρώπων και έχουν την ευθύνη για επιχειρήσεις δισεκατομμυρίων.
Δυστυχώς, αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό τους ήταν εκείνο που με έκανε να εγκαταλείψω την σειρά μόλις στο τέταρτο επεισόδιο. Πραγματικά μου φαινόταν τεράστια ταλαιπωρία να συνεχίσω να βλέπω μια σειρά στην οποία δεν εύρισκα ούτε έναν χαρακτήρα με τον οποίο θα μπορούσα να δημιουργήσω ψυχικές ταυτίσεις. Μια κατάσταση που ακόμα και ο πανέξυπνος πατέρας ελέγχεται για αυτή του την εξυπνάδα, αφού παρά τον ψυχρό και δεσποτικό του χαρακτήρα, κατάλαβε μόλις στα «ογδονταφεύγα του», ότι οι διάδοχοι του ήταν μικρόνοες. Αυτή τουλάχιστον είναι η πλοκή στα πρώτα επεισόδια· η προσπάθεια του δηλαδή, να ανακτήσει την εξουσία. Δεν βρίσκω κανένα λόγο, να βλέπω μια αξιολογότατη μεν παραγωγή, με ιδιαίτερη σκηνοθεσία κι πάρα πολύ καλές ερμηνείες, αλλά που σε όλη την διάρκεια της, βλέπουμε «γκούφηδες» που είναι ανίκανοι να οργανώσουν έστω μια ίντριγκα της προκοπής, προκειμένου να πετύχουν το σκοπό τους.
Είμαι σίγουρος ότι πριν την εποχή των κοινωνικών δικτύων αυτή η σειρά πιθανότατα, θα είχε κατηγορηθεί για «αριστερισμό». Το πορτρέτο του κακού και διεστραμμένου πλούσιου, που πατά επί πτωμάτων (και κατά βάθος είναι δυστυχισμένος) είναι εκτός από μπανάλ, τόσο παλιό, όσο και η ανθρωπότητα! Το ισχυρότερο, όμως, όπλο της κριτικής απέναντι στην σειρά από την πλευρά των υπέρμαχων του δικαιώματος στον πλουτισμό, θα ήταν ότι είναι αφελές να παρουσιάζουμε ως χαζούς επιτυχημένους επιχειρηματίες.
Προφανώς το επιχειρήν είναι μια πάρα πολύ σοβαρή και αξιόλογη δουλειά και ο πλουτισμός κάθε άλλο παρά εύκολη διαδικασία. Αυτό, όμως, που πιστεύω ότι προβάλει η σειρά και, πλέον λόγω των κοινωνικών δικτύων δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, είναι ότι κάποιο άνθρωποι μπορεί να βρίσκονται σε κορυφαίες θέσεις της κοινωνίας και της οικονομίας, ενώ διαθέτουν πραγματικά περιορισμένες νοητικές ικανότητες και η θέση τους αυτή προκύπτει μόνο και μόνο από συγκυρία ή επειδή απλά κληρονόμησαν τη θέση.
Μιλάμε για κάτι καινούριο; Φυσικά και όχι. Πριν όμως τα socialmedia δεν ήταν τόσο εμφανές! Πάντα υπήρχαν οικονομικές και πολιτικές αυτοκρατορίες που κατέρρεαν κάτω από το βάρος μιας ατυχούς διαδοχής, αλλά εξίσου πάντα, υπήρχαν περιπτώσεις που η κοινωνική ανοχή και ο σεβασμός που ο πλούτος από μόνος του αποπνέει, ωθεί τους ανθρώπους να θεωρούν ακόμα και τους πιο ανόητους κατέχοντες, ως ικανούς πολιτικούς και οικονομικούς συνομιλητές.
Ας αναλογιστούμε όλα αυτά που βλέπουμε και ακούμε τα τελευταία χρόνια γι’ αυτούς τους ανθρώπους, ακριβώς επειδή η ζωή όλων μας έχει γίνει τόσο διάφανη λόγω του διαδικτύου. Ας θυμηθούμε όλους αυτούς που μας αφήνουν άλαλους με τις κινήσεις και πράξεις τους, που υποδηλώνουν, όχι μόνο μια ακραία έλλειψη ενσυναίσθησης, αλλά μας προβληματίζουν ακόμα βαθύτερα για το αξιόμαχο του νοητικού τους.
Ας πάρουμε ως αφορμή την μάλλον αθώα περίπτωση του, συμπαθέστατου κατά τα άλλα, αντιδημάρχου Αθηναίων που περνάει Γολγοθά χωρίς την Aston Martin του, μέσα στην πανδημία. Ας φέρουμε στο μυαλό μας τους κορυφαίους οικονομικούς παράγοντες του τόπου που σπάνε σουβλατζίδικα. Τους άλλους που κραδαίνουν τα όπλα τους δημόσια. Εκείνους που «διδάσκουν πολιτισμό» στα γήπεδα ποδοσφαίρου. Αυτούς που έχουν άποψη για την πορεία της χώρα και την επιβάλουν μέσα από τα ΜΜΕ ιδιοκτησίας τους, αλλά όταν χρειάστηκε να καταπιαστούν με επιχειρήσεις που απαιτούσαν κοινωνικές δεξιότητες και όχι μόνο χρήματα, απέτυχαν πλήρως.
Ας φέρουμε επίσης στο μυαλό μας, τα λόγια και τις πράξεις των πλούσιων γόνων της πολιτικής και τα κληρονομικά τους τζάκια. Ας κοιτάξουμε αυτούς που προβάλλονται ως «πετυχημένοι» και τους «κορυφαίους» που η δημόσια εικόνα τους είναι για γέλια και για κλάματα και ας αναλογιστούμε: Αν αυτοί οι άνθρωποι δεν βρίσκονταν στην κοινωνική ή οικονομική θέση που ξέρουμε, θα μπορούσαμε να κάνουμε παρέα μαζί τους έστω για ένα απόγευμα; Θα τους εμπιστευόμασταν την διαχείριση των οικονομικών της οικογένειάς μας; Θα τους προσλαμβάναμε για να μας κάνουν οποιαδήποτε δουλειά; Τελικά θα τους είχαμε κανέναν σεβασμό για το οτιδήποτε ή απλά θα κέρδιζαν την συμπάθεια μας ως άνθρωποι μειωμένης αντίληψης και ικανότητας;
Παλιότερα υπήρχε η δικαιολογία ότι δεν ξέραμε. Τώρα όμως; Ως πότε θα σεβόμαστε τους πρωταγωνιστές του Succession και θα τους επιτρέπουμε να επηρεάζουν τη ζωή μας;
Από όλα αυτά, το μόνο που χρειαζόμαστε είναι η εκπληκτική μουσική τουNicholas Britell.