Το δράμα του διανοητή, που ερωτεύεται το κοινό που τον αγκάλιασε.
Νομίζω πως τώρα τελευταία γράφω μόνο για πράγματα που με στεναχωρούν πολύ ή με θυμώνουν, υποθέτω ότι είναι κάτι σαν αντίδοτο. Βλέπεις έχω αρχίσει να συνηθίζω την κατάσταση των ανθρώπων που βλέπω γύρω μου. Η φτώχεια, η αγωνία, η στενοχώρια και η αδικία είναι πια μέρος του τοπίου.
Και στενοχωριέμαι ακόμα περισσότερο όταν βλέπω ανθρώπους με κύρος και δημόσιο λόγο να προσπαθούν να με πείσουν «να πάω μπροστά» παραβλέποντας τα παραπάνω. Να προσπαθούν να με πείσουν ότι αυτό που ζούμε δεν είναι δα και τραγικό, ότι έχει ξανασυμβεί, ότι παλιά ήταν χειρότερα και ότι κάποιου είδους «ομαδική ενδοσκόπηση» θα φέρει κάποτε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα και θα γίνουμε όλοι καλύτεροι άνθρωποι.
Για ακόμα μια φορά, θαυμαστές έννοιες όπως το μέτρο, η κριτική σκέψη ή ο αναστοχασμός· «εργαλεία» πανανθρώπινα και απαραίτητα για όλους (και για καθημερινή χρήση φυσικά), γίνονται σήμερα σημαία. Τώρα που είναι προφανές ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η κοινωνική αδικία, δείχνει περίεργο να λέγεται ότι θα πάμε μπροστά δίνοντας πρώτη προτεραιότητα σε ένα «μεσσιανικό όραμα αυτοβελτίωσης». Υποτιμώντας μάλιστα την κατάσταση που σήμερα βιώνει τουλάχιστον το ένα τρίτο των ανθρώπων που ζουν σε αυτόν τον τόπο.
Λυπάμαι αλλά συνήθως οι εξαθλιωμένοι δεν παλεύουν για τίποτα, η επιβίωση είναι η πρώτη τους προτεραιότητα. Όταν δε, χρειαστεί να παλέψουν γι΄ αυτή μέσα σε ένα χυδαίο περιβάλλον, τόσο χειρότεροι γίνονται. Οι εξαθλιωμένοι δεν «διαλογίζονται», απλά προσπαθούν να τα φέρουν βόλτα με οποιοδήποτε τίμημα.
Κανείς δεν αμφισβητεί τη χρησιμότητα της ενδοσκόπησης, της ευταξίας, της νομιμότητας, αλλά και της επαναστατικότητας απέναντι στην αδικία, της κοινωνικής πάλης, της απόδοσης ευθυνών ή ότι άλλο. Αν όμως για κάτι κρινόμαστε τούτες τις ώρες είναι για το ποιο από τα παραπάνω προτείνουμε ως κύριο, ποιο από τα παραπάνω είναι το βασικό μέλημα μας για να ξεκολλήσουμε από τον βούρκο.
Και κάτι άλλο. Γιατί τόση απαξίωση για αυτό που κάποιοι από τους συμπολίτες μας περνούν σήμερα; Νομίζω ότι είναι μια απαξίωση που έχει τη ρίζα της σε μια βαθιά απόρριψη του είναι των συνανθρώπων μας. Ακούω τώρα τελευταία συχνά ότι «αν η προηγούμενες γενιές που πέρασαν πολέμους, ξεριζωμούς και φτώχεια άκουγαν εμάς σήμερα να μιλάμε για κρίση θα γελούσαν». Ποιοι θα γελούσαν; Αυτοί που πέρασαν τόσα πολλά, αυτοί που πάλεψαν μια ζωή για την αξιοπρέπεια τους, δούλεψαν, μόχθησαν για την οικογένεια τους και ένα σπίτι; Αυτοί θα έβλεπαν τα παιδιά τους να χάνουν το δικό τους σπίτι, τη δουλειά τους και την αξιοπρέπεια τους και θα γελούσαν; Θα «γελούσαν» βλέποντας ότι όλες οι θυσίες που έκαναν προκειμένου τα παιδιά και τα εγγόνια τους να έχουν μια αξιοπρεπή μόρφωση και ζωή κινδυνεύουν να πάνε στα σκουπίδια; Θα γελούσαν γιατί αυτοί πέρασαν χειρότερα; Αν το έκαναν θα ήταν αμετροεπείς, επαρμένοι και αναίσθητοι. Γιατί η γενιά μας μπορεί να μην είναι στη θέση τους, αλλά γι΄ αυτό ακριβώς πάλεψαν εκείνοι, για να μην ξαναγυρίσουμε εκεί.
Και όλα αυτά από πνευματικούς ανθρώπους (και) με αριστερό παρελθόν (όσο νεφελώδης και γενικός μπορεί να θεωρηθεί αυτός ο χαρακτηρισμός). Ανθρώπους που απαξιώνουν τις όποιες διαμαρτυρίες, απορρίπτουν τις όποιες ριζοσπαστικές λύσεις προτείνονται και προκρίνουν ένα μοντέλο σιωπηλούς αποδοχής της κατάστασης και προσπάθειας να σωθεί «ότι μπορεί να σωθεί», αποδεχόμενοι την καταστροφή ως κάποιου είδους μοίρα που προκύπτει από τη συλλογική μας ανεπάρκεια. Άνθρωποι που ενώ υπηρέτησαν την (ουτοπική αν θες) έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης, βλέπουν τη λύση σε μια κάστα ελίτ πλούσιων και επιτυχημένων, ευαίσθητων και φιλάνθρωπων, που φυσικά δεν θα αλλάξουν τις δομές που τους κατέστησαν ελίτ αλλά είναι διατεθειμένοι να κάνουν φιλανθρωπικό έργο για να σταθεί ο τόπος στα πόδια του. Κι ας έχει ήδη χάσει ο τόπος το ένα του πόδι.
Έχεις ακούσει ότι η δουλειά του φιλόσοφου είναι μοναχική. Ακόμη όμως και ο ποιο μοναχικός από αυτούς, συνήθως ότι κάνει, το κάνει για να αφορά τους άλλους. Η αγάπη του κόσμου δεν είναι αμελητέα από κανέναν. Κάποιοι από αυτούς την κατακτούν, κάποιοι άλλοι όχι. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που κάποιος στοχεύει σε ένα κοινό αλλά προσελκύει κάποιο άλλο. Οι διανοητές συνήθως ξεκινούν με στόχο να ερμηνεύσουν ή να εκφράσουν τις σκέψεις και τα συναισθήματα ανθρώπων απλών. Πολλοί από αυτούς είναι κληρονόμοι των ανθρώπων που τάχα θα γελούσαν σήμερα και προσπαθούν να απευθυνθούν σε ένα κοινό ανάλογο του περιβάλλοντος τους. Κάνουν έργο, αμφισβητούν τις υπάρχουσες δομές και πρωτοπορούν στον τομέα τους.
Δυστυχώς όμως, η μοίρα της πρωτοπορίας είναι να αγκαλιάζεται πρώτα από αυτές τις δομές που προσπαθεί να αναθεωρήσει. Βλέπεις, αυτός είναι ο τρόπος των «δομών» να γαντζώνονται στις θέσεις τους. Να βρίσκουν και να αγκαλιάζουν ότι αξιόλογο (ή να «φτιάχνουν» αυτό που εκείνες βαφτίζουν ως αξιόλογο).
Οι «απλοί άνθρωποι», σπάνια έχουν τέτοιες ανησυχίες. Κάποιοι από αυτούς, τους «καθημερινούς ανθρώπους», μπορεί να δουν μέσα σε κάποιο έργο ή κάποια σκέψη τον εαυτό τους, αλλά η μεγάλη αναγνώριση και η υποστήριξη έρχεται από τις ελίτ. Αλλιώς είναι σχεδόν αδύνατον το έργο να απευθυνθεί σε μεγάλη κλίμακα και ο δημιουργός να εισπράξει την αναγνώριση που κατά βάθος επιθυμεί.
Τότε όμως είναι που έρχεται και η μεγάλη δραματική στροφή. Κάποιος που ξεκίνησε με σκοπό να συνομιλήσει να εκφράσει ή να ερμηνεύσει τον διπλανό του, την καταγωγή του και τα βιώματα του, γίνεται εκφραστής της ελίτ που τον αγκάλιασε. Εκεί βρίσκει κατανόηση, εκεί υποστήριξη εκεί τα μέσα (υλικά και ψυχολογικά) για να μπορεί να συνεχίσει.
Τίποτα καινούριο, μας αρέσει ή όχι όλα αυτά είναι ανθρώπινα.
Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου πάντα ένιωθα να ζω την εποχή του κυνισμού. Όταν ήμουν ποιο μικρός, ήταν «ο κυνισμός της ευημερίας». Ευημερία με κάθε κόστος από όποιον την μπορεί. Σήμερα ο κυνισμός της ευημερίας δεν είναι της μόδας αλλά επιβιώνει σε πιο «ευαίσθητη» μορφή. Τώρα έχει τη μορφή του οικονομικού μονόδρομου της εξαθλίωσης αλλά και της απαραίτητης, φυσικά, φιλανθρωπίας που έρχεται μετά για να «εξισορροπήσουν» τα πράγματα.
Όταν λοιπόν έρχεσαι κατά πρόσωπο με τον κυνισμό έχεις δυο επιλογές. Η μια να πεις «τι να κάνουμε έτσι λειτουργεί το σύστημα θα ενσωματωθώ και θα προχωρήσω με ότι ελπίδες έχω να επιβιώσω» και η άλλη να πεις «Τι; Γιατί; Ως πότε; Θα κάνω ότι μπορώ ώστε να μην είμαι μέρος αυτής της ιστορίας».
Μη γελιέσαι πάντως, στο παραπάνω δίλημμα οι περισσότεροι θα λιώσουμε στη μέση.