Τα νεράντζια της χαράς / Τα νεράντζια της λύπης
«Τα νεράντζια της χαράς»
Λίγο παλιότερα θυμάμαι, έγραφα ότι τώρα που η εποχή αλλάζει, ίσως είναι μια ευκαιρία να επιστρέψουμε στα βασικά. Βλέποντας γύρω μου, παρατηρώ ότι μια είδους επιστροφή έχει αρχίσει!
Ποτέ στο παρελθόν δεν έβλεπα ανθρώπους να κάνουν κάτι τέτοιο. Όλο και περισσότεροι πλέον, κόβουν νεράντζια από τις νεραντζιές που υπάρχουν κατά μήκος του Πασαλιμανιού. Θυμάμαι ότι παλιότερα αυτό θεωρείτο αδιανόητο για μας. Κάθε δέντρο που φύτρωνε στην πόλη, εξ ορισμού, ήταν μόνο για διακοσμητικούς λόγους. Οι καρποί του θεωρούνταν μολυσμένοι αφού ήταν εκτεθειμένοι στο καυσαέριο και ποτισμένοι με τις απεκκρίσεις των αδέσποτων. Δεν περνούσε καν από τη σκέψη μας να τα φάμε και η μόνη τους χρήση ήταν για νερατζοπόλεμο μετά το σχολείο.
Πως αλλάζουν οι καιροί! Τώρα πια, αυτά τα μολυσμένα νεράντζια γίνονται μέρος της διατροφής μας. Σαν να ξαναβρίσκουν το σκοπό για τον οποίο είναι φτιαγμένα. Η παράλογη εικόνα φρούτων που σαπίζουν πάνω στα δέντρα ή στους δρόμους, κάτω από το βλέμμα των περαστικών ίσως στο μέλλον να εκλείψει. Και μαζί με αυτή την εικόνα ίσως να εκλείψει και αυτή η τεράστια απόσταση του ανθρώπου της πόλης από την φύση.
«Τα νεράντζια της λύπης»
Μέρος της διατροφής «μας»; Όχι ακριβώς.
Πράγματι, βλέπω ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι τρώνε από τα δέντρα της πόλης. Ποιοί είναι όμως αυτοί οι άνθρωποι; Ο πρώτος που είδα ήταν μερικές εβδομάδες πριν, στην καρδιά του χειμώνα. Ήταν ένας γιγάντιος, ατημέλητος, ζητιάνος. Φορούσε κουρέλια και έδειχνε μισότρελος. Αντί για παπούτσια, χρησιμοποιούσε κάλτσες τη μία πάνω στην άλλη και μισοκομμένες παντόφλες. Άπλωσε το χέρι του και άνοιξε ένα νεράντζι. Tα ζουμιά έτρεξαν στο γυμνό του χέρι, μόλις το είδα πάγωσαν τα δάχτυλα μου. Έβγαλα να του δώσω τα γάντια μου, μου μούγκρισε κάτι που το εξέλαβα ως άρνηση και μου ψέλλισε ότι θέλει λεφτά. Δεν είχα ή μάλλον πρέπει να είχα κάτι λίγα αλλά δεν έδωσα τίποτα, ζήτησα συγνώμη και έφυγα.
Τις επόμενες μέρες είδα κι’ άλλους. Συνήθως κουρασμένους μετανάστες, μικροπωλητές που αυτό ίσως να ήταν και το κύριο γεύμα τους. Μέσα στην απογοήτευση για τις αναδουλειές και τη θλίψη για το μάταιο της προσπάθειας, κόβουν νεράντζια και τα τρώνε όπως είναι, ωμά και πικρά. Όπως το καταλαβαίνω εγώ η επιστροφή στα βασικά έχει αρχίσει, όχι όμως με το ρομαντικό τρόπο που φαντάζονταν οι απολογητές της κρίσης.
Εχθές αποφάσισα να κάνω το ίδιο, έκοψα ένα νεράντζι από το δρόμο και προσπάθησα να το φάω. Δεν άντεξα, έφαγα λίγο και το πέταξα. Δεν είμαι σίγουρος γιατί το έκανα, ίσως από περιέργεια, ίσως νόμιζα ότι έτσι θα μεταλάβω λίγο και από την πίκρα που τρώνε κάθε μέρα αυτοί οι άνθρωποι.
Γελάστηκα, δεν γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα. Αυτά είναι εξπρεσιονισμοί και προσπάθειες για την κάλυψη της όποιας ενοχής των προνομιούχων, για το δήθεν δώρο της ευημερίας. Φιλανθρωπία και επιφανειακός τουρισμός στις παρυφές της ευδοκίμησης. Για να νιώσει κανείς δεν φτάνει η πρόσκαιρη μίμηση, θέλει κάτι άλλο, θέλει άλλο τρόπο ζωής. Τι τρόπο ακριβώς δεν ξέρω, αλλά αν υποχρέωση του καλλιτέχνη είναι να μεταμορφώνεται σε κοινωνό συναισθημάτων, είναι καθήκον μου να προσπαθήσω κι’ άλλο.