Ο Μπρεχτ στη Μπιενάλε της Βενετίας. Το αδιέξοδο, η φάρσα και το όραμα.
Τρεις εικόνες.
Πρώτη εικόνα. Μπιενάλε της Βενετίας:
Δυστυχώς δεν έχω πάει ποτέ στην Μπιενάλε της Βενετίας. Από ό,τι όμως διάβασα, η φετινή διοργάνωση είχε έντονο πολιτικό χαρακτήρα:
«Σε μια κρίσιμη ιστορική καμπή όπου η ανθρωπότητα είναι αντιμέτωπη με τεράστια ζητήματα όπως οι κοινωνικές ανισότητες, οι φυλετικές εντάσεις, η σύγκρουση των πολιτισμικών αξιών, η τέχνη οφείλει να δείξει τον δικό της δρόμο… Τίτλος της: «All the world’s futures», με επιμελητή τον Νιγηριανό Όκουι Ενγουέζορ, που είναι ιστορικός τέχνης, συγγραφέας, ποιητής και μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ Νέας Υόρκης και Μονάχου.»
Και όχι «γενικά» πολιτικό χαρακτήρα, από ό,τι κατάλαβα ο μαρξισμός ήταν στο προσκήνιο! Βέβαια δεν χρειάζεται να είσαι ειδήμονας στον μαρξισμό, ούτε βαθύς γνώστης της σύγχρονης τέχνης για να καταλάβεις ότι η Μπιενάλε της Βενετίας με τη χλιδή της, τα εθνικά περίπτερα, το “art crowd”, το πάρτι της Ρολς Ρόυς, τα κότερα των συλλεκτών και τα πετροδολάρια των αράβων, δεν είναι ακριβώς αυτό που θα λέγαμε «το ευνοϊκότερο πλαίσιο» για προβληματισμό πάνω στον μαρξισμό.
Αν κατάλαβα καλά πάντως, αυτή η, ας το πούμε, «αντίφαση» πέρασε από το μυαλό των διοργανωτών αλλά τι να κάνεις, η ζωή είναι γεμάτη αντιφάσεις…
Δεύτερη εικόνα. Σύγχρονο θέατρο κάπου στον Πειραιά.
Είδα αρκετό θέατρο φέτος. Μια από τις αξιόλογες παραστάσεις που μου τράβηξαν την προσοχή αφορούσε την αστική αποξένωση. Οι συντελεστές παρουσίασαν ένα κάπως παράδοξο, ελαφρώς «Μπρεχτικό» θέαμα που σκοπό είχε να παρουσιάσει την σολιψισμό της σύγχρονης κοινωνίας, το πώς οι άνθρωποι κλεινόμαστε στον εαυτό μας, τις νευρώσεις που παρουσιάζονται και τα υπαρξιακά αδιέξοδα. Όλα αυτά σε ένα ανοίκειο περιβάλλον, με την χρήση (μάλλον παραφορεμένων τα τελευταία χρόνια) εργαλείων, όπως είναι το σοκ και η επιτηδευμένη βία. Στα θετικά ήταν επίσης και ο αυτοσαρκασμός των ίδιων των καλλιτεχνών επί σκηνής· αν και αυτός έγινε με τρόπο εξίσου επιτηδευμένο.
Όλα καλά, αλλά έλειπε κάτι…
Τρίτη εικόνα. Πάλι θέατρο, «Τα ντουφέκια της κυρίας Καράρ».
Και μόνο η παρουσία στις παραστάσεις της θεατρικής ομάδας «Ανοικειώση» είναι μια εμπειρία. Εκεί, στους περιορισμένους χώρους του νεοκλασικού όπου στεγάζεται η εφημερίδα «Κόντρα» (καμία σχέση με το φρέσκο εκδοτικό έκτρωμα του Κουρή), αυτό που τους αφορά είναι να κάνουν πολιτική τέχνη. Κι εκείνοι, σαν τους επιμελητές της μπιενάλε, όχι «γενικώς» να είναι πολιτικοποιημένοι αλλά να προάγουν με όλες τους τις δυνάμεις τις αξίες του μαρξισμού – λενινισμού όπως αυτές αναδείχτηκαν μέσα από το θέατρο του Μπρεχτ. Τους αφορά το θέατρο που θα ταρακουνήσει τον προλετάριο και θα τον ωθήσει σε δράση, μήπως και ξεφύγει από την ταξική του μοίρα. Θα τον οδηγήσει σε ρήξη με την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων και εν δυνάμει σε επανάσταση. Δεν είναι τυχαίο πως «μέρος της παράστασης» και «σχεδόν υποχρεωτικό» είναι να κάτσουν οι θεατές μαζί με τους συντελεστές μετά το τέλος του δρώμενου, να μιλήσουν για το έργο και τους κοινωνικούς παφλασμούς που αυτό δίνατε να παράξει.
Σου φαίνονται γραφικά όλα αυτά; Μήπως παρωχημένα, ανεδαφικά ίσως και επικίνδυνα; Να σου πω την αλήθεια δεν ξέρω, μπορεί να είναι κι έτσι…
Αν κοιτάξουμε πάντως προσεκτικά, υπάρχει κάτι κοινό και στα τρία αυτά θεάματα· είναι ο προβληματισμός των δημιουργών για το κοινωνικό γίγνεσθαι.
Είναι αυτό καλό; Ανάλογα.
Στην περίπτωση της μπιενάλε, κάτι τέτοιο μπορεί να εκληφθεί περισσότερο σαν «ιστορική φάρσα». Είναι τρομερά εντυπωσιακό ότι τον προηγούμενο αιώνα, οι καλλιτέχνες που έφτιαχναν πράγματα που διέπονταν από κάποιο κοινωνικό – πολιτικό όραμα είχαν συνήθως λίγες επιλογές. Αναπτύσσονταν σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο, αστικού ιντελεξουέλ αντεργκράουντ και με τα χρόνια έσβηναν. Άλλες φορές, πιο σπάνια, έβρισκαν χώρο σε ήδη γόνιμο περιβάλλον (όπως ο Μπρεχτ στην Ανατολική Γερμανία ή ο Μπόις στην άλλη πλευρά) και από εκεί, με λίγα και φτωχά μέσα άνθιζαν και αφού κατακτούσαν μια μίνιμουμ λαϊκή δημοφιλία, γίνονταν αποδεκτά από τις μεγαλύτερες μάζες. Σε κάποιες περιπτώσεις δε, αγκαλιάζονταν από τους εθνικούς – κρατικούς θεσμούς και «έχτιζαν σχέση» με τους οικονομικά ισχυρούς.
Σήμερα αυτή η «μίνιμουμ λαϊκή δημοφιλία» ως μαγιά της πρωτοπορίας, πρακτικά δεν υπάρχει. Τα τελευταία χρόνια του 20ου αιώνα και στην αυγή του 21ου, η (όποια) πρωτοπορία που διέπονταν από πολιτικά χαρακτηριστικά, έπαψε να είναι το ζητούμενο όχημα μιας πολιτισμικής ή κοινωνικής αλλαγής. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου στην δύση και η ουτοπία μιας γραμμικής και συνεχούς «ανάπτυξης» που υποσχόταν την ευτυχία (σε καταναλωτικό τουλάχιστον επίπεδο), οδήγησε τον κόσμο να πάψει να προσδοκά σε ριζική αλλαγή μοντέλου. Όλοι μας, απλά ελπίζαμε σε μια καλυτέρευση του ήδη υπάρχοντος.
Αν λοιπόν μια κοινότητα δεν έχει ανάγκη για ρηξικέλευθες κοινωνικές λύσεις, δεν έχει λόγο να παράγει ρηξικέλευθη τέχνη. Παρόλα αυτά, τέχνη που διεκδικούσε και διεκδικεί αυτά τα χαρακτηριστικά, συνέχισε και συνεχίζει να παράγεται. Η βιομηχανία της σύγχρονης τέχνης τα τελευταία χρόνια άνθησε, όχι όμως ως ανάγκη της κοινότητας αλλά συνήθως ως άλλοθι. Όπως μια τετράωρη στάση εργασίας στο δημόσιο, ως απάντηση σε ένα νομοσχέδιο, έτσι και οι μεγάλοι κρατικοί θεσμοί της τέχνης και οι πάμπλουτοι μαικήνες παρουσιάζουν πρωτοπορίες που σφύζουν κοινωνικού προβληματισμού. Το τέλειο άλλοθι για να πούμε, «μα να, γίνονται πράγματα, εδώ μπορείς να δεις και την άλλη άποψη».
Μπορεί η ανάγνωση του Κεφαλαίου του Μαρξ στην Βενετία φέτος να είναι μια «αντίφαση» με το πάρτι της Ρολς Ρόυς και πράγματι στην ζωή υπάρχουν αντιφάσεις, αλλά τα έλλογα όντα (όσο τουλάχιστον εγώ καταλαβαίνω) όταν αντιλαμβάνονται αντιφάσεις δρουν με δυο τρόπους. Ή δουλεύουν προκειμένου να τις εξαλείψουν (το συνηθέστερο και υποθέτω καλύτερο) ή απλά τις προβάλουν σε μια προσπάθεια να νομιμοποιήσουν την «ιδιαιτερότητα» τους στο μυαλό των συνομιλητών τους, σε μια λογική «σε όποιον αρέσουμε». Το συνηθέστερο βέβαια στην απλή ζωή είναι ότι ο συνομιλητής θα πει, «οκ απλά δεν μου αρέσεις», εκτός αν είσαι πλούσιος και διάσημος οπότε από «γραφικός» μεταμορφώνεσαι σε «ιδιαίτερο» ή «εκκεντρικό».
Στα μάτια μου λοιπόν είναι θαυμαστό ότι οι διοργανωτές είχαν πρόθεση να εστιάσουν στον ρόλο της τέχνης ως φορέα κοινωνικής αλλαγής, πολύ φοβάμαι όμως ότι η αλλαγή της κοινωνίας δεν θα έρθει από αυτούς που βασανίζονται από τις παραπάνω περιγραφόμενες αντιφάσεις, ούτε από αυτούς που έχουν την πολυτέλεια να τις βιώνουν. Υποθέτω θα έρθει από ανθρώπους που θα έχουν πολύ συγκεκριμένες ιδέες, ανάγκες και προβλήματα· κάπως – κάπου μακριά από όλα αυτά.
Η διαδικασία λοιπόν δημιουργίας έργων τέχνης που έχουν διάθεση να πρωτοπορήσουν ή να κάνουν κοινωνική παρέμβαση είναι τρομερά δύσκολη. Ακόμα και όταν καταφέρνει να παραχθεί έξω από τα δίχτυα του διεθνούς εικαστικού jet set ή των μεγάλων φεστιβάλ όπως η θεατρική παράσταση που είδα και αφορούσε την αστική αποξένωση, νιώθεις ότι κάτι λείπει. Και αυτό που λείπει είναι το όραμα.
Ξέρεις, τα περιθώρια για δημιουργία τέχνης ρηξικέλευθης και επιδραστικής, είναι τρομερά μικρά. Ο Μπρεχτ, ο Μπόις, η Πίνα Μπάους εισήγαγαν τα περισσότερα από τα εικαστικά – δραματουργικά εργαλεία που χρησιμοποιούμε σήμερα, αυτό όμως δεν είναι το μόνο που μας χωρίζει από αυτούς.
Ο Μπρεχτ όπως και οι συντελεστές της παράστασης που είδα στον Πειραιά, χρησιμοποιούσαν κάποια κοινά εργαλεία και αυτό δεν έχει τίποτα το μεμπτό. Έτσι, το σοκ, το ανοίκειο, η διάθεση για να μην δοθεί μασημένη τροφή και λύσεις, η προσπάθεια ενεργής συμμετοχής των θεατών ώστε αυτοί να ωθηθούν σε αναστοχασμό καθώς και άλλα πολλά, είναι το όχημα των παραστάσεων. Ο Μπρεχτ όμως έχει μια μεγάλη διαφορά και αυτή δεν είναι η «διαφορά κλάσης» (αλίμονο αν καταδικάζαμε κάθε νέο δημιουργό επειδή «δεν φτάνει το επίπεδο» του προτύπου). Η διαφορά είναι ότι ο Μπρεχτ είχε όραμα. Ένα όραμα που απέρρεε από τις κοινωνικές συνθήκες. Από την άλλη στην παράσταση που είδα, βλέπεις πάνω – κάτω όλα τα μεγάλα πρόβλημα της σύγχρονης δημιουργίας. Ή θα μιλάμε για τέχνη ενταγμένη σε «θεσμικό πλαίσιο» άρα με μηδαμινό κοινωνικό αντίκτυπο ή για τέχνη που απλά θα περιγράφει με τρόπο «δημιουργικό» τις «σύγχρονες δυσλειτουργίες». Πράγμα που στην καλύτερη περίπτωση είναι κουραστικά αυτοαναφορικό και στην χειρότερη απλά «δημοσιογραφικό».
Ο Μπρεχτ ήταν ένας άνθρωπος που πίστευε ότι ο καλλιτέχνης για να μπορεί να κάνει τέχνη που θα επηρεάζει, πρέπει να έχει μια συνέπεια ζωής και να έχει διαμορφώσει κοινωνική συνείδηση. Στον Μπρέχτ δεν υπάρχουν ούτε «αντιφάσεις» (δεν θυμάμαι να είχε χορηγό την Ρολς Ρόυς) ούτε αδιέξοδες κοινωνικές και υπαρξιακές κρίσεις. Όλο το έργο του, είναι μια «ενόχληση», μια προσπάθεια να αναλάβεις εσύ δράση. Ο Μπρεχτ δεν «αμφιταλαντευόταν». Στο μυαλό του η λύση υπήρχε και είναι αυτή που πρεσβεύουν και στην «Ανοικειώση». Το ότι είχε λοιπόν όραμα, ακόμα και αν αυτό σε κάποιους φαίνεται (όπως έλεγα στην αρχή) γραφικό, παρωχημένο, ανεδαφικό ή και επικίνδυνο είναι το στοιχείο (πέραν από το δημιουργικό του ταλέντο) που τον έκανε να υπερέχει από αυτό που βλέπουμε σήμερα από τους πολιτικολογούντες καλλιτέχνες.
Να σου πω ότι είμαι οπαδός ή γνώστης του Μαρξισμού και του Λενινισμού, δεν θα το κάνω. Να σου πω ότι έχω συγκεκριμένο πολιτικό – κοινωνικό όραμα και ότι δεν «αμφιταλαντεύομαι» σαν τους διοργανωτές της μπιενάλε, ούτε αυτό θα κάνω. Αυτό όμως που επίσης δεν θα κάνω είναι, να παρουσιάσω έργο σε μεγάλη γκαλερί ή μουσείο που να περιγράφει το τέλμα του δυτικού πολιτισμού, να σχολιάζει την οικονομική κρίση και το μεταναστευτικό. Όχι τουλάχιστον μέχρι να κατασταλάξω σε πολιτικό όραμα που θα μπορώ με θάρρος να προτείνω. Μέχρι τότε, θα κάνω έργο «με τα υπαρξιακά μου» και θα παρακολουθώ παραστάσεις σαν της Ανοικειώσης που μπορεί η θέση τους να μην είναι εξαιρετικά δημοφιλής αλλά είναι τίμιες απέναντι στον εαυτό τους και το κοινό.
Υ.Γ.
Το πάλε ποτέ, όταν ήμουν φοιτητής στη Σχόλη Καλών Τεχνών, η νονά μου ήρθε από την Ιταλία να με επισκεφτεί. Μου έφερε δώρο ένα μπλουζάκι που έγραφε στα ιταλικά, τα λόγια του Μπρεχτ που φαίνονται στη φωτογραφία. Ο Μάριος Σπηλιόπουλος, τότε καθηγητής μου εκεί, το βρήκε εξαιρετικό και πολύ ταιριαστό με τον χαρακτήρα μου! 🙂