Κι αν έβγαιναν αθώοι; Τι θα έλεγα στα παιδιά μου;
Ο Πειραιάς είναι μια ιδιαίτερη περιοχή· κοντά όσο και μακριά. Η Πειραιώς και η Συγγρού, οι δύο μεγάλες λεωφόροι που ενώνουν τον Πειραιά και τους γύρω δήμους με το υπόλοιπο λεκανοπέδιο, δημιουργούν ένα ορατό / αόρατο σύνορο που διαμορφώνει την ιδιοσυγκρασία των ανθρώπων του. Σε αντίθεση με άλλες περιοχές του λεκανοπεδίου που υπάρχουν «σχεδόν ορατά όρια» μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών περιοχών, εδώ, το «σαλόνι» και το «λιμάνι», συνυπάρχουν. Το γραφείο του πλοιοκτήτη και το ματσακόνι του ναυτεργάτη βρίσκονται σχεδόν μαζί.
Μπορεί να είναι τυχαίο ότι η αρχή του τέλος της Χρυσής Αυγής ξεκίνησε από εδώ, δεν είναι όμως τυχαίο ότι η Χρυσή Αυγή «άνθισε» εδώ. Οι κοινωνικές συνθήκες που επιτρέπουν την άνοδο του ολοκληρωτισμού είναι πάντα ο ίδιες· η φτώχια, η κοινωνική αδικία και η συνύπαρξη του ακραίου πλουτισμού με την εξαθλίωση. Όλα αυτά τα βίωσαν οι κάτοικοι αυτού του τόπου τα προηγούμενα χρόνια. Το Πέραμα, το Κερατσίνι, η Νίκαια, έγιναν το θέατρο μιας όχι και τόσο υπόγειας μάχης.
Οποιοσδήποτε έχει μια ελάχιστη πολιτική συγκρότηση σε αυτή τα χώρα δεν δικαιούται να λέει ότι δεν γνώριζε. Η δράση της Χρυσής Αυγής ήταν γνωστή από την δεκαετία του 80. Η γιγάντωση της τα προηγούμενα χρόνια δεν άλλαξε ουσιαστικά, ούτε τη ρητορική, ούτε τη δημόσια εικόνα της.
Οι τρομακτικές της συγκεντρώσεις, οι προφανείς συνδέσεις με το ναζισμό, τα μαύρα ρούχα, οι ασπίδες, η φωτιά, η λατρεία της βίας και του θανάτου, τα ξυρισμένα κεφάλια, το όραμα μιας μιλιταριστικής κοινωνίας, το μίσος σε κάθε τι διαφορετικό, η αδιανόητη μεταφυσική του αίματος και της πατρίδας, δεν κρύφτηκαν ποτέ. Είναι όμως ακόμα πιο εντυπωσιακό πως όλο αυτό το «πράμα» περνούσε ως ωφέλιμο για την πατρίδα, τη θρησκεία και τις οικογένειες.
Κατά τη γνώμη μου η κριτική, ή ακόμα και η προσπάθεια αποδόμησης του τρίπτυχου «πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια» έχει βάση και είναι μια συνεχής αφορμή για αναστοχασμό. Η παρούσα όμως η αναφορά, δεν έχει να κάνει με αυτούς που απορρίπτουν το τρίπτυχο, αλλά με αυτούς που το πιστεύουν. Πώς είναι δυνατόν οι άνθρωποι που ενστερνίζονται τις αξίες της πατρίδας της θρησκείας και της οικογένειας να πείθονται από αυτό το «πράμα»; Όλη η εικόνα της Χρυσής Αυγής ήταν πάντα αντεθνική, αντίχριστη και ενάντια στις οικογενειακές αξίες.
Πώς μπόρεσε να πείσει αυτό το «πράμα», νομικούς, δικαστικούς και αστυνομικούς ότι υπηρετεί το έθνος; Ένα κόμμα με σύμβολα, ρητορική και πρακτική «αντιδάνειο» από τους κατακτητές αυτού του τόπου; Πως μπόρεσαν να πείσουν ότι υπηρετούν το ελληνικό ιδεώδες, όντας αρνητές της δημοκρατίας και του Ξένιου Δία, των δυο μεγαλύτερων ιδανικών που γέννησε ποτέ αυτός ο τόπος;
Πώς μπόρεσε να πείσει αυτό το «πράμα», ιερωμένους ότι υπηρετεί την χριστιανική θρησκεία; Έφτανε το χειροφίλημα και ο κυριακάτικος εκκλησιασμός; Οι ιεράρχες δεν είδαν ποτέ την ξέσαλη μεταφυσική του αίματος, τα παγανιστικά τελετουργικά και το μίσος σε κάθε είδους συνάνθρωπο;
Πώς μπόρεσαν άνθρωποι με οικογένεια να πειστούν ότι το πρότυπο επιστροφής της «γυναίκας στην κουζίνα» και του παιδιού σε ένα σχολείο – στρατόπεδο είναι η απάντηση για την οικογενειακή ευτυχία;
Θυμάμαι ακόμα να περπατάω έξω από το δημαρχείο του Πειραιά κουβαλώντας με τον μάρσιπο την κόρη μου μέσα από μια συγκέντρωση της Χρυσής Αυγής. Όλη η εφιαλτική ρητορική και εικόνα του κόμματος, ξεδιπλώνονταν «άκοπα» μπροστά στα μάτια μου.
Ας υποθέσουμε ότι ο Ρουπακιάς είχε αστοχήσει. Ας υποθέσουμε ότι Σαχζάτ Λουκμάν είχε προλάβει να τρέξει μακριά. Ας υποθέσουμε ότι τα στελέχη του ΠΑΜΕ είχαν αντεπιτεθεί και είχαν απωθήσει τους διώκτες τους. Ας υποθέσουμε ότι αυτή η δίκη δεν είχε γίνει ποτέ. Ας υποθέσουμε ότι αυτά τα περιστατικά ήταν μερικά από τα πάμπολλα που έμειναν κρυφά.
Κι αν οι παραπάνω υποθέσεις είναι πολύ μακρινές, ας υποθέσουμε ότι όλη αυτή η βία που κυριαρχούσε σε όλο το «είναι» της οργάνωσης δεν έπειθε τους δικαστές ότι συνδέεται με τα εγκλήματα. Αν κρίνουμε πάντως από την πρόταση της Εισαγγελέως για την αθωότητα της ηγετικής ομάδας της Χρυσής Αυγής, αυτή η υπόθεση ήταν μάλλον μια ισχυρή πιθανότητα.
Ας υποθέσουμε ότι το δικαστήριο αθώωνε τους κατηγορουμένους; Τι θα έκανα στο μέλλον όταν θα περνούσα με τις δύο κόρες μου (μεγάλα κορίτσια πλέον) από μια επόμενη συγκέντρωση της Χρυσής Αυγής; Τι θα τους έλεγα; Ότι όλο «αυτό» είναι φυσιολογικό; Ότι αυτοί οι άνθρωποι που φέρουν τα σύμβολα και τη ρητορική μιας ανθρωποκτόνου και νιχιλιστικής ιδεολογίας είναι φορείς μιας «απόχρωσης του εθνικού και μεταφυσικού ιδεώδους»; Ότι τα μέλη της οργάνωσης δεν «έπραξαν ποτέ» ή ότι οι πράξεις του κάθε μέλους ήταν «μεμονωμένα περιστατικά»;
Ότι είχαν δίκιο οι αστυνομικοίπου ψήφιζαν μαζικά το κόμμα στο παρελθόν; Ότι το δικαστήριο δεν βρήκε σχέση με τα εγκλήματα οπότε όλα αυτά που βλέπουν με τα μάτια τους και ακούν με τα αυτιά τους, είναι κάτι άλλο; Ότι είναι ένα αξιοσέβαστο κομμάτι της πολιτικής θεωρίας και του πολιτισμού μας;
Ή μήπως θα έπρεπε να τους πω ότι οι δικαστές δεν κρίνουν καλά, οι πολιτικοί καιροσκοπούν και πως οι αστυνομικοί σε με μεγάλο βαθμό υποστηρίζουν τη ρητορική του μίσους;
Είναι πολύ εύκολο να αποδομήσεις κάθε είδους θεσμό στα μάτια ενός παιδιού. Είναι εύκολο να πεις ότι όλοι είναι κλέφτες, ψεύτες ή λύκοι με προβιά προβάτου.
Προσωπικά δεν είμαι διατεθειμένος να «χαρίσω» κανένα θεσμό στην άκρα δεξιά. Θέλω να μαθαίνω στις κόρες μου πως παντού υπάρχουν άνθρωποι που δεν τιμούν το αξίωμα τους αλλά οι περισσότεροι δικαστές είναι δίκαιοι και οι περισσότεροι αστυνομικοί είναι εδώ για να μας προστατεύουν.
Και γι’ αυτό είμαι ευγνώμων για την απόφαση του δικαστηρίου, την είχα μεγάλη ανάγκη.
Η ημέρα της απόφασης δεν με βρήκε στη διαδήλωση και αυτό ήταν το δικό μου λάθος. Η ώρα της τελικής κρίσης με βρήκε σε μια αποθήκη να τακτοποιώ αρχεία μόνος. Με το άκουσμα της απόφασης έκλαψα. Δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που έκλαψα, αλλά αυτή τη φορά σίγουρα θα την θυμάμαι.
Δεν έκλαψα από χαρά επειδή οι κακοί θα πάνε στη φυλακή. Έκλαψα γιατί ένιωσα ότι μετά από πολλά χρόνια που το σκοτάδι κυριάρχησε, τώρα μπορώ να πω στα παιδιά μου, ότι όλα αυτά που τους μαθαίνω για τη δημοκρατία και τον σεβασμό του άλλου, είναι αρχές και της πολιτείας μας. Μπορώ να τους πω ότι δεν είναι μόνοι τους· ότι το να αγωνίζονται για το δίκαιο του άλλου είναι το σημαντικότερο που μπορούν να προσφέρουν. Μπορώ να τους πω ότι υπάρχει ένας κόσμος αγάπης και συμπόνιας και πως οι θεσμοί μας, όσα λάθη και να κάνουν, αν εμείς είμαστε παρόντες, θα υπηρετούν την αλήθεια και τη δικαιοσύνη.