Η πόλη που ποτέ δεν κοιμάται (ενώ θα έπρεπε).
Τι ωραία που είναι αυτά τα κείμενα αστικής περιήγησης. Με την πόλη που ποτέ δεν κοιμάται, τις «περσόνες» της νύχτας, την κρυφή γοητεία της ελαφριάς παραβατικότητας, τα αυτοκίνητα, το αλκοόλ και τα τσιγάρα. Ένας κόσμος στα πόδια σου. Μπαρ, περίπτερα, καντίνες, νυχτερινά εστιατόρια, η ζωή ποτέ δεν σταματά.
Τι όμορφος αστικός μύθος για να ζεις. Ειδικά αν είσαι άνθρωπος που επωφελείται από τις υπηρεσίες που προσφέρει η νυχτερινή ζωή.
Θυμήθηκα αυτό το παλιό άρθρο του Φώτη Γεωργελέ στην Athens Voice όπου περιγράφει πόσο άλλαξε η ζωή προς το καλύτερο όταν το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς του το ανάλαβαν δύο φρέσκες δεσποινίδες που το΄χουν ανοικτό όλη μέρα. Βλέπεις, ο παππούς που το είχε πριν το έκλεινε τα Σαββατοκύριακα για να πάει στο εξοχικό του.
Αυτό βέβαια που παραλείπει να μας πει είναι πως θα γίνουν οι φρέσκες πιτσιρίκες σε είκοσι χρόνια, κλεισμένες όλη μέρα κάθε μέρα στην τρύπα. Θα γίνουν ακριβώς όπως αυτοί που (δεν) περιγράφει πιο κάτω στα μικρά μαγαζάκια των μεγαλουπόλεων. Φαντάσματα του εαυτού τους, με την τηλεόραση ανοικτή όλη μέρα σε ένα βουβό πόνο ακινησίας, πλαδαρότητας και κούρασης. Μεροδούλι μεροφάι στην ατέλειωτη κενότητα της κούτας με τα γαριδάκια.
Πολύ γοητευτική και η τελευταία συζήτηση περί ωραρίου. Τα μαγαζιά ανοικτά κάθε μέρα όλη μέρα, ανάπτυξη, επιχειρηματικότητα, ανταγωνισμός. Λες και μας περίσσευαν τα χρήματα, αλλά δεν βρίσκαμε χρόνο για να πάμε για ψώνια. Οι ίδιοι που μας λένε ότι «φτάσαμε εδώ που φτάσαμε λόγω της υπερκατανάλωσης» αντί να ενισχύσουν την παραγωγή, διατείνονται ότι η μεγαλύτερη κατανάλωση θα μας σώσει. Κρύβουν ότι στην παρούσα φάση, εκτός από τα ψιλικατζίδικα κανείς άλλος δεν μπορεί να αντέξει σε κάτι τέτοιο και ότι ο απώτερος σκοπός είναι οι μικρές επιχειρήσεις να κλείσουν για να φτιαχτεί μια απέραντη κοινωνία εξαρτημένης εργασίας και «ελεύθερου ωραρίου στα mall». Ένας ατελείωτος κύκλος δουλειάς, όπου ο μπαμπάς θα δουλεύει πρωί, η μαμά απόγευμα και ο νέος το βράδυ. Όπου το μόνο που θα δένει την οικογένεια είναι η κοινή στέγη και ο ρεφενές για τους λογαριασμούς.
Ας μην γελιόμαστε. Κοινωνίες σαν την δική μας είναι φτιαγμένες ως επί το πλείστον από τα «κουστούμια» για τα «κουστούμια». Ανθρώπους που είτε δουλεύουν σε γραφείο συγκεκριμένες ώρες ή επιχειρηματίες που κάθε παραπάνω εργατοώρα τους πληρώνεται. Είναι φτιαγμένες και για τους «ερωτευμένους με τη δουλειά τους». Όλοι αυτοί απλά θέλουν την υπόλοιπη κοινωνία παρούσα την ώρα που θα έρθει η ώρα να διασκεδάσουν. Άνθρωποι επαγγελματίες της εργασίας και χομπίστες της ζωής, που απαιτούν και από τους υπόλοιπους να χάσουν τη δική τους ζωή. Αρνούνται να αναγνωρίσουν ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να δουλεύουν για να ζουν και όχι το αντίθετο.
Κοίτα τον χάρτη. Τι έχουμε φτιάξει; Έναν δυτικό κόσμο που έχει κάνει τη νύχτα, μέρα. Νομίζουμε ότι αυτό είναι ανάπτυξη αλλά είναι απλά η διάλυση κάθε φυσικής τάξης. Σπασμένα βιολογικά ρολόγια σε ένα κόσμο που δεν σταματά να κινείται.
Θυμάμαι μιλούσα παλιότερα με ένα φίλο που ήταν πορτιέρης για χρόνια. Μου έλεγε ότι είναι αδύνατον ο οργανισμός να συνηθίσει τη νύχτα. Σίγουρα τα βρίσκεις κάπως με τα μέσα σου, αλλά πάντα νιώθεις ότι κάτι δεν πάει καλά.
Ένα ατελείωτο trend νυχτερινής δραστηριότητας που σίγουρα είχε νόημα τα χρόνια της νεότητας αλλά που από κάποια ηλικία και μετά, δεν είναι παρά ένας παλιμπαιδισμός (στην καλύτερη περίπτωση) ή μια ψυχαναγκαστική καθημερινότητα (στη χειρότερη). Το ρεύμα και η λάμπα, μετατρέπονται από μαγική κατάκτηση της ανθρωπότητας σε φυλακή του συνεχούς.
Τόση πρόοδος πια δεν αντέχεται.
Δεν ξέρω, φοβάμαι ότι το να πάω μπροστά μπορεί να μην είναι η απάντηση. Ίσως πρέπει να πάω πίσω.