Η μανία του χειρώνακτα.
Παλεύω πάλι και πάλι να ζωγραφίσω λίγο καλύτερα κάποια σημεία του έργου που δουλεύω τον τελευταίο καιρό. Πάλι και πάλι. Γιατί? Οι περισσότεροι παρατηρητές που το έχουν δει πιστεύουν ότι η αρχική ιδέα έχει ήδη εξυπηρετηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό αφού η πλαστικότητα που έχει επιτευχθεί είναι επαρκής.
Και όμως πάλι και πάλι. Κάποιες φορές με πιάνει απελπισία, κάποιες φορές θέλω να βάλω τις φωνές ή να σπάσω κάτι. Προσπαθώ συνεχώς περισσότερο για το καλύτερο μέχρι να νιώσω ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτε καλύτερα και να σταματήσω. Μετά, προσπαθώ λίγο ακόμα…
Θυμάμαι πριν χρόνια ετοίμαζα ένα έργο για μια έκθεση στην Αθήνα. Το έργο ήταν πολύ διαφορετικό από αυτά που έκανα μέχρι τότε. Επρόκειτο για ένα τετράπτυχο. Τέσσερα διαφορετικά υλικά που θα έχουν επάνω τους μία διαφορετική εικόνα. Για την πρώτη εικόνα, είχα σκεφτεί να ζωγραφίσω μια «καιόμενη βάτο» με το βυζαντινό τρόπο, σαν αγιογραφία. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν είχα ιδέα από αγιογραφία. Σκέφτηκα λοιπόν ότι η διαδικασία της καθαρά ζωγραφικής μεταφοράς πάνω στο ξύλο της εικόνας, που είχα στο μυαλό μου, είναι μόνο ένα μικρό μέρος από το όλο concept. Κατέληξα λοιπόν ότι ως «σύγχρονος εννοιολογικός καλλιτέχνης (εεεε…?)» να βάλω κάποιον άλλο να το κάνει και, συγκεκριμένα, τη μητέρα της καλής μου, που είναι αγιογράφος.
Γιατί όχι; Το ζήτημα δεν είναι ποιός ακριβώς παράγει το αποτέλεσμα αλλά αυτός που σκέφτεται την όλη ιδέα και επιμελείται της τελικής παραγωγής. Τα παραδείγματα του Mauricio Cattelan και του Jeff Coons είναι χαρακτηριστικά.
Εκείνη την εποχή, μιλήσαμε με ένα καλό φίλο και συνάδελφο που μου έλεγε ότι η όλη ιδέα του άρεσε πολύ, ώσπου φτάσαμε στο επίμαχο σημείο. Όταν του εξέθεσα της θέσεις μου με ρώτησε:
«…καλά και εσύ, τι είσαι; Ζωγράφος ή θεωρητικός της τέχνης και φιλόσοφος; Αν είναι έτσι, γιατί δεν τα δίνεις όλα να στο φτιάξει ένας άλλος ή, ακόμα καλύτερα, γιατί δεν γράφεις ένα βιβλίο να μας πεις για το θέμα;» Του εξήγησα την αδυναμία μου και με προέτρεψε να πάω στο πατρικό της καλής μου να κάτσω με τη μητέρα της και να μου δείξει πώς να φτιάχνω αγιογραφίες.
Αν υποθέσουμε ότι απλά είχα την ιδέα και δεν απασχολούμουν περαιτέρω με τη διαδικασία της εφαρμογής της, το έργο θα είχε τον ίδιο χαρακτήρα; Είναι σαφές ότι τα όρια μεταξύ της πρακτικής τής σύγχρονης τέχνης, της φιλοσοφίας, της ενημέρωσης και της ακτιβιστικής δράσης είναι δυσδιάκριτα.
Από την άλλη όμως εμάς τί μας νοιάζει; Γιατί πρέπει να δίνουμε ονόματα στις διαδικασίες και να μαλώνουμε για αυτές; Το αποτέλεσμα μετράει και αυτό καλούμαστε να κρίνουμε.
Πέρα από το προφανές θετικό αποτέλεσμα που προσφέρει ο διάλογος των μέσω έκφρασης στον πλούτο της ανθρώπινης υπόστασης, η όποια απομάκρυνση των εικαστικών από τη χειρονακτική εργασία έχει και παρενέργειες. Το θέμα δεν είναι «Η υπεράσπιση της ζωγραφικής» ως μέσο, όπως είχα διαβάσει σε ένα πολύ καλό κείμενο καταλόγου μιας μάλλον όχι και τόσο σημαντικής έκθεσης. Το θέμα είναι αν ο ίδιος ο καλλιτέχνης χάνει κάτι από την αποποίηση της άμεσης προσωπικής εμπλοκής.
Ειδικά νομίζω στα εικαστικά, η προσωπική ενασχόληση είτε πρόκειται για την ζωγραφική ενός πίνακα είτε για το σκούπισμα του εργαστηρίου, συνιστά πράξη εσωτερικού διαλόγου, κάτι σαν μάντρα ή και προσευχή, που μόνο πλούτο έχουν να προσφέρουν. Αυτή όμως είναι η προφανής διάσταση του θέματος.
Ας σκάψουμε λίγο βαθύτερα.
Είναι αλήθεια ότι η κατανόησης της ανθρώπινης σκέψης που προσφέρει η φιλοσοφία, η εγρήγορση που προκαλεί η ενημέρωση και η δυναμική ρήξης της ακτιβιστικής δράσης είναι όπλα τρομερά στη φαρέτρα της αυτοεπίγνωσης αλλά τα εικαστικά έχουν να προσφέρουν κάτι άλλο, εξίσου σημαντικό. Την επαφή με αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί αλλά μόνο να βιωθεί. Η «μεγάλη τέχνη» σπανίως στοχεύει στο συνειδητό. Απευθύνεται άμεσα στο νευρικό σύστημα του θεατή (ακροατή, αναγνώστη ή ό,τι άλλο) και τον «χτυπά» με τρόπο που δύσκολα μπορεί εκείνος να αποκωδικοποιήσει αλλά σίγουρα μπορεί να αισθανθεί! Σε αυτό το σημείο, μάλιστα, εισέρχεται και η χρησιμότητα της «πλαισίωσης» του έργου, που όχι μόνο μπορεί να βοηθήσει στην αποκωδικοποίηση αλλά και μέσω αυτής, να προσφέρει βαθύτερη κατανόηση, η οποία θα ανατροφοδοτήσει την εμπειρία. Αρκεί να υπάρχει «κάτι» προς πλαισίωση και όχι το πλαίσιο να δημιουργεί έργο (χμμμ…).
Το μεγαλύτερο πρόβλημα λοιπόν είναι η ομογενοποιήση και η πλαδαρότητα που παρατηρώ από την «συγχώνευση» των μέσων. Πολλές φορές επάνω στη χαρά για τη δημιουργία νέων εργαλείων έκφρασης, χάνεται η σημαντικότερη λειτουργία της εικαστικής δημιουργίας. Η έκφραση του ανέκφραστου.
Θα ήταν αφελές να υποστηρίξει κανείς ότι η χειρωναξία διασφαλίζει οτιδήποτε από τα παραπάνω, για ένα όμως είμαι σίγουρος, ως μέσο, για αιώνες, μας βοήθησε πολύ.