Η Εκκλησία ως κομπάρσος. Κρύφτό, μισόλογα και θαύματα.
Είναι τρομερά απογοητευτικό. Ο τόπος μας βρίσκεται σε μια πρωτόγνωρη δύνη. Πρωτόγνωρη βέβαια για τους ανθρώπους αυτού του τόπου, που μετά από τις κοινωνικές και οικονομικές συμφορές των τελευταίων χρόνων, βρίσκονται μπροστά σε μια καταιγίδα η οποία για τους επιστήμονες είναι απόλυτα λογική και εξηγήσιμη, για τους περισσότερους όμως από εμάς, αγγίζει τα όρια του μεταφυσικού. Η πανδημία απλώθηκε και ο κόσμος κοιτά μουδιασμένος.
Αν όμως εμείς έχουμε το δικαίωμα να νιώθουμε μουδιασμένοι και δοκιμαζόμενοι, δείχνει παράταιρο και απογοητευτικό να εμφανίζεται έτσι και ένας οργανισμός με ιστορία χιλιετιών. Η χριστιανική εκκλησία στο πέρασμα των αιώνων έχει δει τα πάντα. Δεν υπάρχει κρίση που να μην έχει χρειαστεί να ζήσει και να αντιμετωπίσει. Οι πανδημίες που έχουν περάσει από το σώμα της όλους αυτούς τους αιώνες, δεν ήταν ούτε λίγες, ούτε απλές.
Τώρα, ζούμε άλλη μια. Θα έλεγε κανείς πως η κεφαλή της Ελλαδικής εκκλησίας που αποτελείται από ιεράρχες μεγάλης ηλικίας -υποθέτουμε όλοι- αρκετά έμπειροι, μορφωμένοι και γνώστες της ιστορίας δεν θα πιάνονταν εξαπίνης. Θα έλεγε κανείς ότι μέσα στην καταστροφή θα έβλεπαν μια μεγάλη ευκαιρία για να περάσουν από την καταδικασμένη στον σύγχρονο κόσμο «θεολογία του θαύματος» στη «θεολογία της οδού»· στην ανάδειξη, δηλαδή, του τρόπου που η ορθόδοξη εκκλησία βλέπει το ιερό και το ανθρώπινο.
Έτσι, στην αρχή αυτής της κρίσης, αντί η Ελλαδική εκκλησία να αναδείξει τους τρόπους που θα προσφέρει παρηγοριά μέσα σε αυτό το απόκοσμο περιβάλλουν, επέτρεψε να κυριαρχήσουν οι αντεγκλήσεις για τις θαυματουργές ιδιότητες της θείας κοινωνίας.
Αν μια εκκλησία στηρίζεται στο θαύμα για να επιβληθεί και όχι στον τρόπο που αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει τον κόσμο είναι εκ προοιμίου καταδικασμένη. Θαυματοποιοί και θεραπευτές, εξίσου εντυπωσιακοί, υπήρχαν από τους παγανιστικούς χρόνους, υπάρχουν σήμερα και θα υπάρχουν πάντα. Η διασύνδεση όλου του κόσμου μέσω της τεχνολογίας, κάνει τη γνώση και την πληροφορία τόσο προσβάσιμη που, όπως λέει και το ρητό που μαθαίνουν οι νέοι δημοσιογράφοι, «κάθε θαύμα κρατά για τρεις μέρες και το μεγάλο τέσσερις»!
Μιλώντας τα τελευταία χρόνια με πιστούς συμπολίτες μου και ρωτώντας τι είναι αυτό που κάνει την ορθόδοξη πίστη σημαντική, στεκόντουσαν κυρίως στο «θαύμα». Τί προφήτευσε ο ένα μοναχός, τί θαύμα έκανε ο άλλος, τί έγραψε η τάδε «κίτρινη εφημερίδα» ότι συνέβη στο Άγιο Όρος, τί είπε ο δείνα «μυαλοπώλης» στη τηλεόραση. Προφανώς μια πίστη που στηρίζεται σε αυτά δεν μπορεί παρά να κερδίσει μόνο όσους είναι ήδη πιστοί ή κάποιους που είναι απελπισμένοι. Ο περισσότερος κόσμος, όμως, αυτό που περιμένει από μια θρησκεία είναι έναν οδοδείκτη που θα του δείξει δρόμους μέσα από τις ατελείωτες προκλήσεις του καιρού μας.
Και ήρθε η πανδημία. Και θα περίμενε κανείς ότι η Ελλαδική Εκκλησίας θα άρπαζε την ευκαιρία να απαγκιστρωθεί από το θαύμα. Αντί, λοιπόν, να προβάλει τη θεία κοινωνία ως το μεταφυσικό εργαλείο που ενώνει τον κόσμο σε μια θεία κοινότητα, μετέτρεψαν τον Ιησού, σε ό,τι ίσως εκείνος θα ήθελε να αποφύγει· «έναν κοσμικό βασιλιά που με το μαντζούνι του γιατρεύει κόσμο»…
Η ευχή και η κατάρα των οργανωμένων θρησκειών είναι αυτό που ονομάζεται «ιερά παράδοση». Εξαιρώντας της θείες γραφές (τη Βίβλο, το Κοράνι κ.λ.π) είναι συνήθως κορυφαία πνευματικά έργα ανθρώπων της κάθε θρησκείας ανυπολόγιστης πνευματικής αξίας. Είναι γραφόμενα μελετητών που οι ίδιοι οι πιστοί και οι ιεράρχες θεωρούν θεόπνευστα, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όλα αυτά δεν είναι παρά ανθρώπινες εκτιμήσεις, πολύ συχνά ακόμα και απομακρυσμένες από τα λόγια των ίδιων των ιδρυτών της κάθε θρησκείας.
Οι μελετητές των γραφών και οι άγιοι της εκκλησίας προσπαθούν να ερμηνεύσουν το ανείπωτο και είναι αξιέπαινοι γι αυτό. Δεν πρέπει, όμως, να ξεχνάμε πως σε αυτή την προσπάθεια, κάποιες φορές, μεταφέρουν την όποια ερμηνεία τους για το ανείπωτο στην καθημερινή ζωή σαν ένα «απόλυτο εγχειρίδιο χρήσης» της κάθε πράξης και συμπεριφοράς μας. Οι «σαφείς ιδιότητες» της θείας κοινωνίας ή η θέση της γυναίκας στον μουσουλμανικό κόσμο είναι αποτέλεσμα ερμηνειών της εκάστοτε ιερής παράδοσης. Είναι μια προσπάθειας για να μπουν «σαφείς κανόνες» σε ένα κόσμο που, ίσως, να διψά για αυτούς, αλλά γυρεύει να τους βρει σε λάθος μέρος.
Σε αυτή λοιπόν την κρίση, για μια ακόμα φορά, η επίσημη Ελλαδική εκκλησία προσπάθησε να ερμηνεύσει με απόλυτο τρόπο και το θείο και το ανθρώπινο. Με την στάση της έδωσε λαβή για να τη λοιδορήσουν και εν τέλει να την απαξιώσουν, έφερε τον εαυτό της στη θέση του εύκολου θύματος.
Η συνέχεια ήταν εξίσου απογοητευτική. Από τις ιδιότητες της θείας κοινωνίας περάσαμε σε μια ακόμα πιο βαρετή λούπα «θυρανοιξίων». Συζητάμε για τους ιερούς ναούς λες και δομούνται για πρώτη φορά, λες και σήμερα θα πρέπει να εξερευνήσουμε τις ιδιότητές τους. Παραφράζοντας τα meme που είναι φτιαγμένα από λόγια μοναχών και κυριαρχούν στα κοινωνικά δίκτυα (αντί του πνευματικού τους έργου) «οι εκκλησίες θα είναι κλειστές αλλά θα είναι σαν να μην είναι», «θα έχει κόσμο αλλά θα είναι σαν να μην έχει». Τι ώρα θα ανοίξουν; Για πόσα λεπτά; Αν περνάμε απ’ έξω μπορούμε να μπούμε μέσα; Για πόση ώρα; Πόσοι παράλληλα προσευχόμενοι προβλέπονται; Θα έχει ουρά σαν τα σουπερμάρκετ; Μήπως εκδοθεί και το ανάλογο καρτελάκι που θα πρέπει να παραδώσουμε μετά την προσευχή στον καντηλανάφτη; Όλα αυτά είναι τραγελαφικές καταστάσεις.
Η επίσημη εκκλησία, αντί να «αλλάξει τη συζήτηση» και να κινηθεί με τρόπο που δεν θα μπει σε ένα πόλεμο με την πλειοψηφία της κοινωνίας και το κράτος –που δεδομένα θα χάσει– επιλέγει το κρυφτό και τα μισόλογα. Αντί να βρει νέους τρόπους επικοινωνίας και προσέγγισης, τώρα, που είναι η ώρα να αναδείξει το πνευματικό της έργο, κάνει πόλεμο χαρακωμάτων. Επιλέγει να παραμείνει με τους λίγους.
Η πανδημία θα περάσει και η εκκλησία θα έχει χάσει τη μεγάλη ευκαιρία να συγκεντρώσει την κοινότητα δίπλα της. Θα ξαναγυρίσει στο ρόλο του κομπάρσου. Θα ξαναγίνει ο οργανισμός με την μεγάλη κρατική επιρροή και τη μικρή κοινωνική (σε επίπεδο πνευματικής καθοδήγησης) απήχηση. Θα συνεχίσει να σέρνεται πίσω από τις εξελίξεις αντί να τις οδηγεί. Θα παρακαλά, ως συνήθως, τους πιστούς να μένουν και μετά το «Χριστός Ανέστη» το βράδυ της ανάστασης και θα βιώνεται από τους περισσότερους ως ένα ακόμα έθιμο και όχι σαν φωτοδότης οργανισμός. Κάτι σαν, τον μπακαλιάρο την 25η Μαρτίου και τη φωταγώγηση του χριστουγεννιάτικου δέντρου στο Σύνταγμα.
Είναι τεράστιο πρόβλημα στους μεγάλους οργανισμούς αυτού του κόσμου ο τρόπος στελέχωσής τους. Στα ύπατα εκκλησιαστικά αξιώματα, στις ολυμπιακές επιτροπές, στις Ακαδημίες κ.λ.π. αυτοί που καταφέρνουν τελικά να ανέλθουν, το έχουν επιτύχει μετά από ανελέητες μάχες εξουσίας, όταν πλέον είναι υπέργηροι ή έχουν ξεμείνει από ιδέες. Είναι ανθρώπινο και σύνηθες, μετά από μια τέτοια μάχη ο «νικητής» το μόνο που να θέλει είναι, απλά, τη διατήρηση των κεκτημένων και την εξόντωση του διαφορετικού.
Οι φωτεινές εξαιρέσεις είναι λίγες και μόνο με αυτές είναι αμφίβολο αν ποτέ αυτοί οι οργανισμοί μπορέσουν να επηρεάσουν πραγματικά τις κοινότητες που υποτίθεται πως υπηρετούν.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη HuffPost.