Η έννοια της «εθνικής επιτυχίας» αλλάζει στον αθλητισμό. Μήπως να αλλάξει και γενικότερα;
Θέλω να είμαι ειλικρινής. Αν και παρακολουθώ από μικρός πολύ στενά τα αθλητικά δρώμενα πάντα μου ήταν απεχθής η εθνική φρενίτιδα με τις αθλητικές επιτυχίες.
Καταλαβαίνω την καθαρή απόλαυση από την παρακολούθηση ενός αθλητικού γεγονότος· όπως καταλαβαίνω και την αισθητική – υπαρξιακή απόλαυση από την πρόσληψη ενός καλλιτεχνικού έργου. Μου είναι πολύ οικείος ο ενθουσιασμός από την επίτευξη ενός κρίσιμου γκολ ή μιας νικητήριας κούρσας στο στίβο. Είναι υπέροχη η εγγύτητα, η συντροφικότητα και ο θαυμασμός που σου προσφέρει μια ομάδα ή ένας αθλητής. Δεν υπάρχει καλύτερο «συγκολλητικό» για μια παρέα από μια βραδιά παρακολούθησης ενός κρίσιμου αθλητικού γεγονότος.
Ακόμα περισσότερο συγκινητική, είναι η ανάμιξη των συναισθημάτων που προσφέρει μια εθνική ομάδα. Είναι απίστευτο το συναίσθημα που γεννιέται εκείνη τη στιγμή αν σκεφτεί κάνεις ότι οι φανατικοί φίλαθλοι κάθε ομάδας, περνούν το μεγαλύτερο μέρος της χρονιάς τους, βρίζοντας τους μισούς από τους παίκτες με το εθνόσημο, αφού πολύ συχνά προέρχονται από την «μισητή αντίπαλο». Και ξαφνικά, για ένα καλοκαίρι, αυτοί που λοιδορούνται γίνονται οι ήρωες όλων!
Γίνονται ήρωες γιατί μέσα σε αυτό το γκρουπ «εχθρών και φίλων» ο καθένας μας βρίσκει κάτι κοινό. Βρίσκει τη γλώσσα, τη νοοτροπία, τη γειτονία, την απόμακρη επαρχία, το ξενιτεμένο ξάδελφο και τον «άλλο» που επέλεξε να γίνει σαν κι εμάς. Όλα αυτά είναι υπεραρκετοί λόγοι για να δημιουργηθούν ταυτίσεις, αλλά εθνική υπερηφάνεια γιατί;
Αλήθεια, τι γιορτάζουμε όταν βγαίνουμε στους δρόμους για την επιτυχία κάποιου συμπολίτη μας που φορά εθνόσημο; Τι είναι αυτό που μας σηκώνει απότομα από τον καναπέ με κίνδυνο να πεταχτούν τα πατατάκια στον αέρα, την ώρα που βάζει κάποιος άλλος καλάθι και όχι εμείς;
Αν ένα μετάλλιο είναι τιμή για το σύνολο του τόπου τι είναι αυτό που ωθεί καθέναν από εμάς ατομικά και τρέχουμε με σημαίες στην πλατεία; Ποιο είναι το δικό μας μερίδιο στην επιτυχία; Ούτε δουλέψαμε γι’ αυτό, ούτε συνεισφέραμε στην ουσία σε τίποτα; Είναι πολύ θεμιτό να συμμετέχεις στην χαρά του άλλου αλλά ταύτιση και υπερηφάνεια γιατί;
Νομίζω ότι είναι τρομερά προβληματικό να περιμένουμε μια αθλητική επιτυχία κάποιου άλλου για να νιώσουμε εμείς πληρότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι είμαστε μια χώρα αμέτρητων φιλάθλων αλλά πολύ λίγων εκγυμναζόμενων;
Ακόμα όμως και οι ίδιοι οι αθλητές, γιατί μπαίνουν στην διαδικασία να αγωνιστούν με τις εθνικές ομάδες; Προφανώς υπάρχει ένα συναίσθημα ευθηνής, χαράς και προσδοκίας.
Πέραν τούτου βέβαια, για τους αθλητές που αγωνίζονται σε ατομικά αθλήματα καθώς και για εκείνους που παίζουν σε λιγότερο δημοφιλή ομαδικά σπορ, η συμμετοχή σε αγώνες με το εθνόσημο είναι και θέμα επιβίωσης. Εκτός λοιπόν των συλλογικών ταυτίσεων που παρέχει η συμμετοχή στις εθνικές, ή επιτυχία με την φανέλα της εθνικής ομάδας είναι και μια βασική οδός βιοπορισμού.
Οι αθλητές όμως του ποδοσφαίρου και του μπάσκετ που δεν έχουν καμία ανάγκη, ούτε οικονομική ούτε αυτοεπιβεβαίωσης, γιατί χάνουν τα καλοκαίρια τους; Τι είναι αυτό που τους παρακινεί;
Είναι σίγουρα η αίσθηση του ανήκειν στην κοινότητα. Είναι η ευγενής θέληση για επιστροφή σε αυτήν, ενός μεριδίου από όλα αυτά, που οι επιτυχημένοι αθλητές έχουν εισπράξει. Είναι το βάρος της ευθύνης μιας ολόκληρης κοινωνίας που καθρεφτίζεται στον παραμορφωτικό καθρέφτη και ζητά να ψηλώσει μερικούς πόντους λαμβάνοντας ως δική της, την επιτυχία των αθλητών. Υπάρχει πάντα και ο προσωπικός παράγοντας· ο Νικ Καλάθης ένας αθλητής που ούτε γεννήθηκε ούτε έμαθε το μπάσκετ στη χώρα μας, παίζει κάθε καλοκαίρι στην εθνική ομάδα γιατί το νιώθει ως χρέος στον αγαπημένο έλληνα παππού του. Υπάρχει ευγενέστερο κίνητρο;
Τα τελευταία χρόνια, βλέπουμε αθλητές που αντλούν δύναμη και από πηγές που δεν είχαμε υπολογίσει όσο έπρεπε. Έχουμε παραδείγματα ανθρώπων που με τις προσωπικές στους ιστορίες μας έχουν βάλει στην διαδικασία ενός «νέου εθνικού». Ενός διαφορετικού τρόπου να νιώθουμε κοινότητα. Μας προσφέρουν ένα δεσμό πέρα από «το ελληνικό DNA την φοβερή μας τεχνογνωσία στα σπορ, την ελληνική ψυχή» και όλα τα αλλά φαντασιακά που ταΐζαμε τον εαυτό μας.
Ο Θανάσης Αντετοκούμπο δακρύζει για την εθνική και αυτό είναι πολύ ξεχωριστό γιατί εκείνος και η οικογένειά του, επέλεξαν (με έναν τρόπο) να ανήκουν σε αυτήν την κοινότητα. Γεννήθηκαν εδώ αλλά η πολιτεία έκανε τα πάντα για να τους διώξει. Και πράγματι, κάποια στιγμή όταν αναδείχτηκε η σημαντικότητά τους, είχαν την επιλογή να κοιτάξουν και σε άλλες χώρες για «χαρτιά». Μέχρι που το πολιτικό προσωπικό του τόπου, κατάλαβε ότι θα ήταν χρήσιμοι για την μεταλλιοθηρία της πατρίδας.
Με αυτήν τους όμως την στάση, με την αγάπη τους για μια κοινότητα που τους έδειχνε τον καλύτερο και τον χειρότερο εαυτό της –ταυτόχρονα- έγιναν αφορμή να νοηματοδοτηθεί ξανά η έννοια του «εθνικού»· κάτι που είναι σίγουρο ότι δεν ήταν πολιτική επιλογή αλλά «ατύχημα».
Το καλοκαίρι μάθαμε ότι η Αντιγόνη Ντρισμπιώτη συνέχιζε το βάδην, ενώ ήταν σαφές ότι δεν μπορούσε να καλύψει με τον αθλητισμό, ούτε τα βασικά της έξοδα. Συναφής με τα παραπάνω είναι και η ιστορία της Ελίνας Τζένγκο.
Εδώ έχουμε και πάλι ιστορίες ανθρώπων που μας διδάσκουν ότι η επιτυχία δεν είναι πάντα θέμα υπεροχής, αλλά μπορεί να γεννηθεί και μέσα από τη δυσκολία. Δεν μας παρουσιάζει ένα έθνος που κυριαρχεί αλλά ένα σύνολο ανθρώπων που προσπαθούν όσο μπορούν. Παράλληλα βλέπουμε μια πολιτεία που πρέπει να προσπαθήσει πολύ περισσότερο για να τους στηρίξει. Όχι με φιέστες και διορισμούς σε άσχετα πόστα αλλά με αρωγή εκεί που την χρειάζονται και μετέπειτα εκμετάλλευση της τεχνογνωσίας τους σε θέσεις από τις οποίες θα μπορούν να εμπνεύσουν τον κόσμο να κάνει τον αθλητισμό μέρος της ζωής του.
Το παράδειγμα των Αντετοκούμπο, της Ντρισμπιώτη και της Τζένγκο προσωπικά δεν με κάνουν καθόλου υπερήφανο που είμαι έλληνας, καθόλου μέρος κάποιας «εθνικής υπεροχής» και φυσικά καθόλου συμμέτοχο στις επιτυχίες τους.
Οι Αντετοκούμπο δείχνουν κάθε μέρα ότι ο κάθε ένας, ίσως, κάπου, κάποτε, μπορεί να τα καταφέρει ακόμα και αν είναι ο τελευταίος τροχός της κοινωνικής αλυσίδας. Η Ντρισμπιώτη μας έκανε να καταλάβουμε ότι ακόμα και όταν όλα δείχνουν χαμένα μπορεί να γίνει κάποιο θαύμα. Βλέποντάς τους λοιπόν, θέλω να συνεχίσω να προσπαθώ, να αγωνίζομαι και να μην το βάζω κάτω. Γιατί τώρα, σε ένα χρόνο ή σε είκοσι, μπορεί να καταφέρω να ξεπεράσω τις όποιες δυσκολίες, να ξεπεράσω τις όποιες δυνατότητες μου και στο φινάλε, να ξεπεράσω τον ίδιο μου τον εαυτό. Και τότε, ίσως καταφέρω (όπως και κάθε άλλος που τους θαυμάζει και προσπαθεί) να πραγματοποιήσω τα πιο τρελά όνειρα μου.
Ακούγονται πολύ αμερικάνικα όλα αυτά; Συνοψίζουν φρούδες ελπίδες; Μήπως αυτή η προσδοκία είναι δόλωμα του καπιταλισμού; Μπορεί. Μήπως θα έπρεπε να παλέψουμε παράλληλα πολύ περισσότερο για μια πιο δίκαιη κοινωνία; Φυσικά. Μέχρι όμως να γίνει αυτό δεν μπορούμε παρά να ονειρευόμαστε και να προσπαθούμε.