Εθνική εορτή.
Θυμήθηκα αυτό το έργο που έφτιαξα τον χειμώνα του 2003-2004. Δυστυχώς το μόνο που μου έχει μείνει, είναι αυτή η μέτρια φωτογραφία. Ήταν ο χειμώνας πριν «το καλοκαίρι της Ελλάδας». Ξέρεις, τότε που «ζούσαμε πάνω από τις δυνάμεις μας», τότε που το «χυδαίο καταναλωτικό πρότυπο μας είχε αλλοιώσει» και που «ξοδεύαμε περισσότερα από αυτά που παράγαμε». Τότε που δεν μας απασχολούσε «πού είναι οι άνθρωποι του πνεύματος» και «παίρναμε διακοποδάνεια, ξοδεύοντας χωρίς να υπάρχει αύριο».
Θυμάμαι «τη χρυσή εποχή που έχει περάσει ανεπιστρεπτή». Ήταν τότε που ζούσα σε ένα σπίτι που φούσκωνε κάθε τόσο από την υγρασία και εγώ το έβαφα κάθε έξι μήνες λες και ήταν καράβι, για να την καλύψω. Τότε που οδηγούσα ένα γιαπωνέζικο αυτοκίνητο του 1989 και η μητέρα μου πράγματι είχε πάρει διακοποδάνειο, όχι για να πάμε κάπου, αλλά για να καλύψει τις ανάγκες του σπιτιού. Βλέπεις, πίστευε ότι μας άξιζε να ζούμε με ένα υψηλότερο βιοτικό επίπεδο, να έχουμε δηλαδή λεφτά για σουπερμάρκετ και το λογαριασμό του τηλεφώνου.
Τότε ονόμασα αυτό το έργο «Εθνική εορτή». Έτσι τις έβλεπα από τότε τις παρελάσεις και τις σημαίες. Έτσι έβλεπα το θαύμα της ανάπτυξης και τη διαβεβαίωση από τα ΜΜΕ ότι η χώρα (παρά τα σκάνδαλα της εποχής) όσο αφορά τα νούμερα της ανάπτυξης τουλάχιστον, πάει μπροστά. Και όπως αυτάρεσκα γράφουν οι δημοσιογράφοι όταν αναδημοσιεύουν ένα παλιότερο κείμενο τους, δεν θα άλλαζα σήμερα ούτε πινελιά.
Αργότερα βέβαια, το 2006 αγοράσαμε με την καλή μου, ένα ακριβό αυτοκίνητο. Βλέπεις πιστεύαμε ότι δυο νέοι άνθρωποι, με δυο μισθούς χωρίς παιδιά και αφού συμφωνήσαμε ότι τα επόμενα τρία χρόνια δεν θα μας ένοιαζε να ζούμε στο «καράβι», δικαιούμασταν μια εξτραβαγκάντσα. Σκεφτήκαμε ότι αφού την πληρώναμε με την δουλειά μας και κόβαμε από κάτι, που κάποιος άλλος θα θεωρούσε βασικότερη ανάγκη, δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Βέβαια εγώ είχα ένα μικρό ψυχολογικό, για κάποιο απροσδιόριστο λόγο πίστευα ότι δεν αξίζαμε τέτοια πολυτέλεια.
Ο καιρός πέρασε. Σήμερα έχω ακόμα το ίδιο αυτοκίνητο και πριν από τρία χρόνια με αφορμή την γέννηση της κόρης μας πίστεψα ότι διακαιόμουν μια ακόμα υπερβολή, ένα διαμέρισμα σαράντα ετών αγορασμένο με δάνειο διάρκειας άλλων τόσων χρόνων, που ανακαίνισα (και) με τα χέρια μου. Ένα σπίτι που θα είχε ένα ακόμα δωμάτιο και δεν θα χρειαζόταν βάψιμο κάθε τρεις και λίγο.
Το τότε ψυχολογικό μπέρδεμα με το αυτοκίνητο ευτυχώς με βοήθησαν να το λύσω τελευταία οι πολιτικοί αναλυτές της εποχής μας τώρα «που η φούσκα έσπασε». Κατάλαβα το λάθος μου, προφανώς ζω πάνω από τις δυνάμεις μου και τόση ευτυχία δεν την αξίζω. Με παρέσυρε βλέπεις η καταναλωτική δύνη.
Πρέπει να αλλάξω. Πρέπει να μάθω «να απλώνω τα πόδια μου μέχρι εκεί που το πάπλωμα μου φτάνει». Θα το κάνω, αρχίζοντας από τώρα.
Συγνώμη λοιπόν κοινωνία, συγνώμη πολιτεία, συγνώμη πολιτικοοικονομικό σύστημα, συγνώμη για τις υπερβολές μου. Συγνώμη που δεν κατάλαβα, συγνώμη που πάτωσα στην έκθεση με θέμα την αποταμίευση, συγνώμη που δεν πανηγύρισα στους δρόμους τα γκολ του Euro 2004, συγνώμη που δεν πάω στις παρελάσεις, που δεν έχω σημαία στο μπαλκόνι, που ζωγραφίζω τέτοια έργα και που ψάχνω ακόμα το «εθνικό» έξω από τα γαλανόλευκα πανιά και το τρίποντο του Διαμαντίδη.
Διάβολε, έχω πολύ δουλειά να κάνω…