Είναι η «κακή αισθητική» το πρόβλημα στον Χριστουγεννιάτικο στολισμό της Β. Σοφίας;
Ομολογώ ότι ήταν αρκετά διασκεδαστικό να παρακολουθεί κανείς τις αντιδράσεις στα social media αναφορικά με τον χριστουγεννιάτικο στολισμό της Β. Σοφίας. Από την απορία αν εκεί θα γυριστεί το επόμενο Star Wars ή την βεβαιότητα ότι οι λάμπες προέρχονται από τη Βαρβάκειο αγορά και είναι αυτές που χρησιμοποιούν οι χασάπηδες ως μυγοσκοτώστρες, αυτό ο στολισμός τελικά μάλλον ανταποκρίθηκε στο ζητούμενο, που δεν είναι άλλο, από το να φέρει χαρά στον κόσμο τις γιορτινές μέρες.
Έως σήμερα ήταν ανώφελο να προσπαθήσουμε να συζητήσουμε αν οι αντιδρώντες έχουν δίκιο αφού όλες οι γνώμες είχαν να κάνουν με την αισθητική. «Είναι ωραίο τώρα αυτό ή μήπως όχι;» Μια κριτική επί της «αισθητικής» είναι πάντα καταδικασμένη σε αποτυχία. Το καλό ή το κακό γούστο είναι κάτι που στη σύγχρονη συνθήκη είναι τρομερά σχετικό και οι όποιες κουβέντες επί αυτού σπανίως έχουν αποτέλεσμα.
Ευτυχώς η πρόσφατη τοποθέτηση της Διευθύντριας πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση για το θέμα, βοήθησε, προκειμένου η όποια κριτική να ξεφύγει από το ατελέσφορο πεδίο του «καλού γούστου» και να πάει στην ουσία.
Για να βρούμε όμως την ουσία καλό θα ήταν να κάνουμε ένα μεγάλο ταξίδι στο χρόνο.
Το 1505 ο Πάπας Ιούλιος Β΄ ζήτησε από τον Μιχαήλ Άγγελο να ζωγραφίσει την οροφή της Καπέλα Σιστίνα. Ο Ιούλιος Β’ δεν ήταν κανένας «άγιος». Ήταν ένας τρομερά έξυπνος και επίμονος άνθρωπος που εδραίωσε την κυριαρχία του μέσα από κάθε ιερή και ανίερη διαδικασία. Ήξερε πως η κυριαρχία του θα γινόταν ισχυρότερη αν μπορούσε μέσα από το έργο του να συγκροτήσει ξανά την κοινότητα του που σπαραζόταν από διαμάχες σε όλα τα επίπεδα. Ήθελε να επεκτείνει το θαυμασμό του κόσμου για τον εαυτό του και την εκκλησία που υπηρετούσε, επενδύοντας σε μεγάλα έργα που θα σάστιζαν τον κόσμο και θα δημιουργούσαν ένα πανίσχυρο ποίμνιο. Έτσι όταν αποφάσισε να διακοσμήσει την οροφή της Καπέλα Σιστίνα προσέλαβε τον καλύτερο, ακόμα και αν αυτός δεν είχε καμία όρεξη για τη συγκεκριμένη δουλειά. Ο Μιχαήλ Άγγελος ήταν γλύπτης και δεν είχε διάθεση να αναλάβει το έργο αλλά ο Πάπας επέμενε. Ο προκαθήμενος της καθολικής εκκλησίας ήξερε ότι ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης ήταν αυτός που θα μπορούσε να πάει την εικονογραφία ένα βήμα μπροστά.
Ο Ιούλιος Β΄ δεν περίμενε ότι ο Μιχαήλ Άγγελος θα κάνει το αναμενόμενο, αφού όλη η προηγούμενη δουλειά του προϊδέαζε για κάτι μάλλον «αιρετικό» για τα δεδομένα της εκκλησίας. Ο Πάπας όμως είχε όραμα, ήξερε πως είναι αναγκασμένος να κάνει κάποιες αλλαγές αλλά έπρεπε συνάμα να σεβαστεί και τα θέλω του ποιμνίου του. Ήθελε να πάει μπροστά όχι όμως τόσο ώστε να ξεμακρύνει από τα θέλω της κοινότητας που υπηρετούσε. Ήθελε το κάτι παραπάνω αλλά ήξερε πως ήταν ανώφελο να προσπαθεί να επιβάλει το γούστο του πάνω σε όλους.
Οι σύγχρονοι μαικήνες των τεχνών δεν έχουν τέτοιες ανησυχίες. Μπορεί όπως αναφέρει η κα Παναγιωτάκου: «Ο δημόσιος χώρος δεν είναι ιδιοκτήτη κρατική περιουσία, είναι δημόσιος χώρος, είμαστε όλοι συνιδιοκτήτες και συνδιαχειριστές. Η ομάδα ήταν κοινή, εμείς και ο Δήμος της Αθήνας. Άρα λοιπόν, κανένας δεν έκανε ό,τι ήθελε στον δημόσιο χώρο. Η πρόταση ήταν δική μας, αλλά όλα αυτά συναποφασίστηκαν.» στην πραγματικότητα όμως κανείς δημόσιος φορέα ή απλός ιδιώτης δεν μπορεί να παλέψει απέναντι στη βούληση του «ειδικού», όχι γιατί το πρόβλημα της δύναμης του μαικήνα είναι αναπόδραστο όσο γιατί στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν κριτήρια για να γίνει αυτή η κριτική και όλα καταλήγουν στο υποκειμενικά καλό ή κακό γούστο. Την εποχή του Ιούλιου Β’ (καλώς και κακώς) υπήρχαν κανόνες που ο Πάπας μπορούσε να αποφύγει ελαφρά αλλά δεν μπορούσε να αγνοήσει. Αν το έκανε δεν θα ανταποκρινόταν στις ανάγκες και τους κανόνες του ποιμνίου του. Εκείνη την εποχή, τέχνη ήταν ότι η κοινότητα είχε αναγνωρίσει έως τέτοια. Σήμερα σε μια μεγάλη έκθεση τέχνης είναι απολύτως αναμενόμενο κάποιο κομμάτι των θεατών να μην μπορεί να ξεχωρίσει ένα έκθεμα από ένα οποιοδήποτε αντικείμενο. Στο μετανεωτερικό μας κόσμο ο Πάπας είναι αυτός που βάζει τους κανόνες και ως «ειδικός» κανείς δεν μπορεί να τον αμφισβητήσει. Δυσκολεύομαι λοιπόν να δω πως, και με ποια κριτήρια το Δημοτικό Συμβούλιο θα έκανε μια αρνητική εισήγηση για τη διακόσμηση.
Στην πραγματικότητα λοιπόν, το άστοχο της χριστουγεννιάτικης διακόσμησης δεν αποδείχθηκε όταν οι μπλε λάμπες εμφανίστηκα αλλά όταν το Ίδρυμα ένιωσε τη ανάγκη να τεκμηριώσει το ορθόν της επιλογής του.
Αρχικά και μόνο, η ονομαστική επίκληση της Ελευθερίας Ντεκώ ως του εδικού που επικυρώνει την ποιότητα του έργου απέναντι στο διαδικτυακό ξεσάλωμα του «πόπολου» είναι μάλλον μια αμήχανη προσπάθεια. Πόσο μάλλον όταν το όνομα της τόσο σημαντικής καλλιτέχνιδας συνοδεύτηκε από τον χαρακτηρισμό «εθνική φωτίστρια» λες και υπάρχουν εθνικοί, υπερεθνικοί ή καλλιτέχνες «Β’ Εθνικής Κατηγορίας».
Ο φωτισμός ενός δρόμου χρειάζεται την αποδοχή του κόσμου που το περπατά. Η βούλα του ειδικού είναι προφανώς ευπρόσδεκτη αλλά όχι αυτή που θα νομιμοποιήσει την επιλογή. Και όταν μιλάμε για κόσμο υποθέτω εννοούμε περισσότερους από κάποιους από «… τις νεότερες γενιές» και «…από το κοινό της Στέγης».
Η κα Παναγιωτάκου προσέθεσε πως «Υπάρχει μια μανία με ότι παλιό, το οποίο ξαφνικά εξωραΐζεται σαρωτικά με τη λογική πως οτιδήποτε παλιό, οτιδήποτε οικείο είναι καλό. Η νοσταλγία λειτουργεί με ένα τρόπο κατευναστικό και παρηγορητικό, νοσταλγούμε και χρόνια που λέγαμε τι ωραίες ήταν οι Πρωτοχρονιές στην Μεγάλη Βρετανία λες και όλοι έκαναν Πρωτοχρονιά στην Μεγάλη Βρετανία, ή νοσταλγούμε ασπρόμαυρες φωτογραφίες της δεκαετίας του 50 και λέμε τι ωραία ήταν τότε τα Χριστούγεννα όμως ξεχνάμε ότι ήταν μια εποχή που πολύς κόσμος δεν είχε να φάει.»
Θα συμφωνήσω με την κα Παναγιωτάκου, πάντα υπάρχει μια προσπάθεια εξωραϊσμού του παρελθόντος όμως η διαδικασία φωταγώγησης του χώρου με την ευκαιρία των Χριστουγέννων είναι από μόνη της μια διαδικασία νοσταλγίας, μια διαδικασίας σύνδεσης με κάτι που έγινε (;) πάνω από δυο χιλιάδες χρόνια πριν! Ο μόνος σε βάθος εκσυγχρονισμός που έχει τελεστεί τον τελευταίο αιώνα είναι η μετατροπή της γιορτής σε καταναλωτικό όργιο. Αν λοιπόν υπάρχει μια ανάγκη αλλαγής είναι η επανανοηματοδότηση της γιορτής με την επιστροφή, πιθανότατα, προς τα πίσω
Η Διευθύντρια πολιτισμού του ιδρύματος έχει δίκιο όταν αναφέρει πως υπάρχει μια διαδικασία εξωραϊσμού του παρελθόντος, σίγουρα όμως υπάρχει και μια άκριτη λατρεία οτιδήποτε καινούριου λες και αυτό είναι αυταπόδεικτα καλύτερο από το προηγούμενο.
Αν όπως λέει η κα Παναγιωτάκου «…ο συγκεκριμένος φωτισμός έχει προσεγγιστεί με την έννοια μιας καλλιτεχνικής εγκατάστασης…» και δεν έχει λάβει τίποτα από τα υπόλοιπα υπόψη του, έχει ήδη χάσει την βασική λειτουργία του που δεν είναι άλλη από την σύνδεση με την συγκεκριμένη παρελθοντική συνθήκη και το κοινό στο οποίο απευθύνεται.
Το θέμα λοιπόν δεν είναι το έργο που θα κάνει κάποιος, αλλά το πλαίσιο που θα κινηθεί για να εκπληρώσει μια συγκεκριμένη κοινωνική ανάγκη. Για να γίνει όμως η σωστή επιλογή χρειάζεται μια κοινωνία με απαιτήσεις και μερικοί Πάπες με όραμα για την κοινότητα που υποτίθεται πως υπηρετούν.
Τι είναι όμως αυτό που υπηρετούν καλλιτέχνες και μαικήνες;
Στο τέλος του τρέιλερ για το καινούριο “Wonder Woman 1984” η πρωταγωνίστρια ξεναγεί τον συνοδό της σε μια έκθεση σύγχρονης (τότε) τέχνης λέγοντάς του «όλα είναι τέχνη». Εκείνος ρίχνει το βλέμμα του σε ένα κουβά σκουπιδιών και προς στιγμή σαστίζει. «Είναι τέχνη αυτό ή δεν είναι;». Η αμφιβολία διαλύεται αμέσως με την παρέμβαση της Wonder Woman που διαβεβαιώνει πως όντως ο κουβάς είναι κουβάς. Αν λοιπόν ο κουβάς είναι κουβάς τότε οι μπλε λάμπες τι είναι;
Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη HuffPost.