Είναι η ελληνική τέχνη εσωστρεφής και αν ναι, είναι αυτό πρόβλημα?
Νομίζω ότι αν ρωτήσεις δέκα εμπλεκόμενους με το χώρο της σύγχρονης τέχνης, οι οκτώ θα σου πουν πως ένα από τα βασικά προβλήματα της, είναι και η εσωστρέφεια που μαστίζει την ελληνική εικαστική παραγωγή. Ο μικρός διάλογος και ενημέρωση σε σχέση με αυτά που γίνονται στο εξωτερικό και ο απομονωτισμός που μας χτυπά αλύπητα λόγω της θέσης μας ως μια περιφερική και πολύ μικρή ευρωπαϊκή δύναμη.
Είναι όμως έτσι και τί προβλήματα φέρνει αυτό στην όποια προσπάθεια μας να αρθρώσουμε λόγο? Λόγο που θα είναι αξιοσημείωτος και έξω από τον τόπο μας («στον εξ’ από δω» που έλεγαν και οι γιαγιάδες μας…). Κάτι που θα ελαφρύνει λίγο και το βάρος της σύγκρισης με το παρελθόν μας.
Κατά την γνώμη μου, το θέμα τίθεται σε λάθος βάση. Όποιος νομίζει ότι το πρόβλημα της εδώ παραγόμενης τέχνης είναι η εσωστρέφεια, πιστεύω ότι κάνει λάθος. Η εσωστρεφής ελληνική τέχνη είναι μια χαρά για εδώ και το κοινό της. Φτιάχνεται από εδώ για εδώ και για κάποιους που δεν έχουν ούτε την κάψα ούτε καν την ανάγκη να μιλήσουν με το διεθνές. Παράγεται και καταναλώνεται τοπικά, χωρίς αναστολές και χωρίς άγχος και δεν υπάρχει τίποτα κακό σε αυτό.
Πάντα και σε όλες τις τέχνες υπήρχαν άνθρωποι που έκαναν σπουδαία πράγματα που όμως είναι αδύνατον, λόγω της φύσης τους, να επικοινωνήσουν έξω από τον τόπο παραγωγής τους. Μπορεί δηλαδή η παρμεζάνα και ο T. S. Eliot (κατά τον W. H. Auden) να έχουν την δυνατότητα διεθνούς καριέρας, τα ηπειρώτικα τραγούδια και το kabuki όχι. Αν και το kabuki το παλεύει… Υπάρχουν μουσικόφιλοι που να πιστεύουν ότι ο Ricky Martin είναι σημαντικότερος ερμηνευτής από το Νίκο Ξυλούρη? Δύσκολο. Ο πρώτος όμως έκανε διεθνή καριέρα ενώ ο δεύτερος όχι. Λέει κάτι αυτό για την ποιότητα του Ξυλούρη?
Συνήθως το οικουμενικό έργο έχει μια από τις παρακάτω ιδιότητες: ή θα είναι τέτοιο λόγω της απαράμιλλης ευφυΐας και διαδραστικότητας του, όπως αυτά του Shakespeare και του Mozart ή θα είναι ομογενοποιημένος πολτός, όπως η μουσική του Ricky. Η μετριότητα πολλές φορές είναι απαραίτητο συστατικό προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός, που είναι να αρέσει αρκετά σε πάρα πολλούς και πολύ σε ελάχιστους.
Το πρόβλημα νομίζω της ελληνικής τέχνης που θέλει να επικοινωνήσει με το διεθνές είναι, αντίθετα, η υπερβολική εξωστρέφεια. Τόση που αυτό που συχνά παράγει είναι άνευρες ρέπλικες του κυρίαρχου ιδιώματος, που γίνεται εδώ αποδεκτό αρκετές φορές αμάσητα, με μόνο γνώμονα ότι είναι το κυρίαρχο αλλού.
Σπάνια θα συναντήσουμε κάτι εκπληκτικό στη σύγχρονη ελληνική τέχνη, αν δεν έρθουμε αντιμέτωποι με αυτό το κυρίαρχο διεθνές πρότυπο. Όχι για να το πολεμήσουμε, αλλά για να το επαναδιαπραγματευθούμε, όχι για να προσθέσουμε «κάτι» σε αυτό αλλά για να προσθέσουμε το δικό μας κομμάτι στο πάζλ. Ποτέ δεν θα κάνουμε κάτι καλό ζώντας με το άγχος αν αυτό που κάνουμε χωράει στο διεθνές χωρίς να έχουμε την πρόθεση να σταθούμε κριτικά απέναντί του. Ποτέ δεν θα αρθρώσουμε σοβαρό εικαστικό λόγο αν απλά δεχόμαστε αυτό που έρχεται ως επιτυχημένο με μόνο κριτήριο την επιτυχία του. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να είναι απλά ένας ακόμα ομογενοποιημένος πολτός, που ειδικά για τα εικαστικά, δεν έχει περάσει καν από την συμπάθεια της λαϊκής κουλτούρας, αλλά μόνο από την παιγνιώδη αισθητική της πολιτισμικής ελίτ, σφιχταγκαλιασμένη από το διεθνές hype της λατρείας του εναλλακτικού.
Νομίζω ότι έρχεται κάποια στιγμή στην ζωή του κάθε καλλιτέχνη που πρέπει να διαλέξει τί θα κρατήσει και τί θα αφήσει, με ποιούς θα προχωρήσει και ποιούς θ’ αφήσει πίσω. Και αν το πρώτο είναι ευεργετικό για την καλλιτεχνική δράση, το δεύτερο είναι ένα ατελείωτο βάσανο σε ένα κόσμο που έχει μάθει να λειτουργεί με δίπολα και η μέση οδός είναι τόσο δυσδιάκριτη.