Βία.
Όχι άλλη πια,
την είδα με την άκρη του ματιού μου να ανακατεύει τα σκουπίδια. Τίποτα πρωτότυπο μέχρις εδώ. Τίποτα που να μην το έχω καταπιεί τα τελευταία χρόνια που κοιτάζω γύρω μου. Αυτή τη φορά ήταν μια γριά γυναίκα. Κάποια στιγμή κοιτάζω καλύτερα και βλέπω ότι έχει βρει ένα κουτάκι με μισοτελειωμένο παιδικό γιαούρτι. Βάζει τα ροζιασμένα της δάχτυλα για να αρπάξει ότι υπολείμματα έχουν μείνει. Τα φέρνει στο στόμα τρέμοντας και τα γλύφει ανυπόμονα.
Ένας περαστικός παππούς της λέει, μην το κάνεις αυτό θα πάθεις κάτι. Εγώ γυρνάω και ψιθυρίζω κάτι σαν, θα πάθει κάτι το στομάχι σας, σταματήστε. Χωρίς να μας κοιτάξει μας λέει (μπουκωμένη από δάχτυλα περισσότερο και από γιαούρτι λιγότερο), δεν πειράζει τέτοιες ώρες…
Ψάχνομαι, βγάζω ένα πεντάευρω της το δίνω και την παρακαλώ για μια ακόμα φορά να σταματήσει. Με κοιτάζει στα μάτια, μου λέει ευχαριστώ, αλλά εγώ δεν την κοιτάζω.
Φεύγω τρέχοντας.
Και τότε δικαιολόγησα την βία από όπου κι αν προέρχεται. Γιατί ήθελα να ασκήσω βία σε όποιον βλέπω στην τηλεόραση και ακούω στο ραδιόφωνο να την καταδικάζει. Γιατί βία σαν κι αυτήν δεν υπάρχει άλλη. Ο αργός θάνατος και ο καθημερινός βιασμός της ανθρώπινης ύπαρξης, δεν έχουν ταίρι.
Μετά από ώρα, επιβράδυνα το βήμα μου. Μου πέρασε.
Θυμήθηκα ότι είναι η ίδια γιαγιά που ζητιανεύει καθημερινά έξω από το σουπερ μάρκετ που ψωνίζω. Συνήθως δεν της δίνω χρήματα, (πιστεύω ότι) δεν έχω.
Πήγα σπίτι,
έφαγα.
Σκέφτηκα να πάω για τρέξιμο. Να γυμναστώ και να χάσω αυτά που έφαγα, αλλά δεν πήγα. Βαρέθηκα.
Ξαναβγήκα έξω για άλλες δουλειές,
είδα αυτήν την αφίσα στο δρόμο.
Δεν δικαιολογώ τη βία,
θα το συνηθίσω κι αυτό.
Αυτό, θα συνεχιστεί.