Αχ! Λες να;
Δεν μπορεί, αυτή τη φορά κάτι θα γίνει. Ψηλαφίζοντας με κλειστά τα μάτια, αγγίζοντας κτερίσματα, φτιάχνοντας και όχι ψάχνοντας το φως, είναι στιγμές που νιώθω ότι πράγματι, αυτή τη φορά κάτι θα γίνει.
Είναι η στιγμή που ο ζωγράφος σταματά να πηγαίνει συνέχεια σε εκθέσεις, ο σκηνοθέτης σε παραστάσεις και ο μουσικός σε συναυλίες. Είναι η στιγμή που ο καλλιτέχνης διαλέγει με ποιούς θα πάει και ποιούς θα αφήσει. Η στιγμή που όσο μπαίνεις βαθύτερα στην τέχνη, τόσο σπανιότερα μαγεύεσαι από αυτή.
Δεν είναι πως είσαι σνομπ ή έχεις μεγάλες προσδοκίες, είναι που σε τρώει η αγωνία για τις μικρές λεπτομέρειες. Πηγαίνεις να απολαύσεις ένα έργο αλλά χάνεσαι στον αναστοχασμό. Πώς είναι ζωγραφισμένο αυτό; Γιατί είναι έτσι η σκηνογραφία, πως παίζει αυτός ο ηθοποιός, έχει κάποια ιδιαίτερη προσδοκία ο καλλιτέχνης; Αν αυτό γινόταν έτσι, αν το άλλο αλλιώς;
Στην πραγματικότητα ο λόγος που τρώγεσαι με τα ρούχα σου είναι γιατί προσπαθείς να βρεις συνομιλητές, ανθρώπους με παρόμοιο όραμα. Μην ακούς μπούρδες για «μοναχικούς καλλιτέχνες». Κανείς δεν θέλει να είναι μόνος του. Όχι σε αυτή τη δουλειά, που στην πραγματικότητα ποτέ δεν την μαθαίνεις και η αγωνία για το «αν αυτό που λες αφορά», είναι το Α και το Ω. Χωρίς συνομιλητές είσαι μόνος και εκτεθειμένος. Ακόμα και όταν σε πιάνουν τα, «Αν αυτό γινόταν έτσι ή το άλλο αλλιώς» είναι γιατί η λαχτάρα είναι τόσο μεγάλη που ελπίζεις πως αν τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά θα έβρισκες συνοδοιπόρους σε αυτόν τον διαβολεμένα μοναχικό δρόμο.
Και τότε συνήθως έρχεται η απογοήτευση. Τα «αν έτσι ή αλλιώς» δεν φτάνουν, δεν βλέπεις πουθενά όραμα, δεν βλέπεις συνομιλητές και κλείνεσαι. Παύεις να ασχολείσαι με εγκαίνια και πρεμιέρες και μένεις στο εργαστήριο, παλεύοντας με τα φαντάσματα των ειδώλων σου.
Όμως είναι κάποιες στιγμές που κάτι συμβαίνει και λες,
Αχ! Λες να;
Πριν μερικές μέρες πήγα και είδα την παράσταση «Αχ!» της ομάδας “Bijoux de kant” στο Δημοτικό θέατρο του Πειραιά. Είχα ακούσει στο παρελθόν για την δουλειά της ομάδας αλλά και ειδικότερα για την ποιήτρια Γλυκερία Μπασδέκη και τον σκηνοθέτη και εικαστικό Γιάννη Σκουρλέτη. Πήγα ελπίζοντας να δω κάτι καλό και πιστεύω ότι είδα κάτι σπουδαίο. Θα μπορούσα να μαγευτώ αυτή τη φορά είναι αλήθεια, αλλά η χαρά μου δεν με άφησε. Το έργο ήταν σκοτεινό και ρομαντικό αλλά ήταν φορές που κοιτώντας από το θεωρείο, χαμογελούσα σαν τον βλάκα. Δεν είναι ότι δεν με άγγιξε, το αντίθετο. Με άγγιξε τόσο, που ξεπέρασα την συγκίνηση που προκαλούσε ο μύθος και ένιωσα ότι ίσως αυτή τη φορά να υπάρχει κάποιος για να ανταλλάξω ένα βλέμμα. Πέρα από την αγωνία για την καθημερινή επιβίωση, υπάρχει η λαχτάρα για την αναζήτηση ταυτότητας. Προσμονή για την ανεύρεση του κοινού μας τόπου, για την συγκρότηση ενός καινούργιου συλλογικού εγώ. Για την στιγμή που θα σταματήσουμε να ταλαντευόμαστε, υιοθετώντας περσόνες· την μια φορώντας την μάσκα του φτωχού πλην περήφανου κληρονόμου του «ιστορικού παρελθόντος» και την άλλη ντυμένοι με φτηνό κουστούμι Ζάρα, παριστάνοντας τους “executive manager” ή τα «νόθα παιδιά του λονδρέζικου underground», μαϊμουδίζοντας και φτιάχνοντας έργα «εφάμιλλα των καλύτερων του εξωτερικού».
Η κρίση βέβαια, δεν είναι ευκαιρία για τίποτα. Σου στερεί δυνατότητες, σε απομακρύνει από τα όνειρα, σε κάνει φοβισμένο και μικρόψυχο. Ίσως όμως έτσι, με καταρρακωμένο το φαντασιακό του παρελθόντος και χωρίς όνειρα για «καριέρα» να μπορέσουμε να βάλουμε τα πράγματα στις θέσεις που τους αναλογούν.
Αυτό που είδα στο «Αχ!» με συγκίνησε και με χαροποίησε γιατί ένιωσα ότι αυτοί οι άνθρωποι ψάχνουν εκεί που ψάχνω κι εγώ. Αγκαλιάζουν με στοργή το παρελθόν, δεν το υμνούν σαν τοτέμ. Κάνουν τα πράγματα χρησιμοποιώντας μια εικαστική γλώσσα που αντλεί από το διεθνές, όχι γιατί θέλει να το αντιγράψει, αλλά γιατί με αυτό μεγαλώσαμε.
Στο «Αχ» είδα τον Χρηστομάνο να συνομιλεί με τη Μπασδέκη, τον Σκουρλέτη να ρωτάει τον Josef Beuys και να του απαντούν ο Μόραλης και ο Τσαρούχης, είδα ηθοποιούς που μιλούσαν σαν λαϊκά παιδιά του προηγούμενου αιώνα και κινούνταν πάνω στην σκηνή σαν να τους παρακολουθούσε στα κρυφά η Pina Bausch. Και όλα αυτά όχι γιατί ήθελαν να μιμηθούν κάτι, αλλά γιατί (κατά τη δική μου τουλάχιστον εντύπωση) από αυτά τα «υλικά» είναι φτιαγμένοι.
Δεν ξέρω, ίσως «φρικάρουν» οι συντελεστές της παράστασης αν διαβάσουν το παρακάτω, ίσως δεν τους αφορά καθόλου, αλλά νομίζω ότι τώρα είναι η ώρα να ψάξουμε για μια «νέα ελληνικότητα». Αυτόν τον «τρόπο» που θα έχει πηγή το εδώ αλλά θα ξέρει και θα βλέπει τι γίνεται παντού. Θα απευθύνεται «εδώ» και επειδή ακριβώς θα είναι τόσο τοπικός θα είναι και βαθύτατα οικουμενικός. Δεν ξέρω αν η γενιά μου θα προλάβει να συγκροτήσει μέσα στα ερείπια νέα ταυτότητα αλλά πρέπει να προσπαθήσουμε. Ίσως η επόμενη γενιά να καταφέρει περισσότερα αλλά κι εμείς πρέπει να δώσουμε κάτι.
Ίσως ακούγεται τρομερά υπερφίαλο, ίσως και μπανάλ να μιλάμε για «νέα ελληνικότητα», ίσως απλά το βάρος να είναι μεγάλο, αλλά διάολε, για αυτό είμαστε εδώ· για να αναμετρηθούμε με το σπουδαίο. Στην παράσταση λοιπόν αυτό είδα, αυτήν την υποχρέωση για πάλη.
Ξέρεις,
πριν από εμάς, ανά τους αιώνες, την πένα και το πινέλο το έπιασαν άνθρωποι σπουδαίοι, που με αυτά άλλαξαν τον κόσμο. Όταν λοιπόν βάζουμε τα χρώματα στην παλέτα και το μελάνι στο χαρτί πρέπει να το έχουμε στο νου μας αυτό. Αυτούς πρέπει να βλέπουμε και με το έργο τους να παλεύουμε, έστω κι αν χάσουμε κατά κράτος.
Όποιος δεν μπορεί ή δεν θέλει, ας ασχοληθεί με κάτι άλλο.